Σήμερα έμαθα μια είδηση που ανέμενα κάμποσον καιρό αλλά δεν την είχα συνειδητοποιήσει, μάλλον την απόδιωχνα από το μυαλό μου μέχρι να συμβεί, μήπως και τελικά αλλάξει η κατάσταση.
Έκλεισε το Βιβλιοπωλείο της Εστίας. Οι σπάνιες επισκέψεις μου στην Αθήνα θα είναι πλέον φτωχότερες. Είχα ένα απάγκιο στην καρδιά της πόλης και τώρα πρέπει να συνηθίσω στην ιδέα πως δεν υπάρχει πια. Πως δεν θα ξανανέβω την Σόλωνος ως εκεί, διότι τίποτα δεν θα είναι όπως το άφησα την τελευταία φορά που πήγα, λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Το Βιβλιοπωλείο της Εστίας προσωπικά με σημάδεψε. Κι ας το γνώρισα ουσιαστικά στην τελική του ευθεία. Η κυρία Μάνια διάβασε πρώτη απ’ όλους τον Ανάμιση Ντενεκέ μου και ήτανε εκείνη που με τίμησε, έναν άγνωστο μεταξύ αγνώστων, που δεν είχε καμιά σχέση ως τότε με τους λογοτεχνικούς κύκλους, προτείνοντας στην κόρη της Εύα, την διευθύντρια των εκδόσεων, την έκδοσή του βιβλίου.
Από τότε όποτε πήγαινα στην Αθήνα, περνούσα πάντα από το Βιβλιοπωλείο και ένιωθα πολύ όμορφα καθώς διέσχιζα τους διαδρόμους ανάμεσα στους πάγκους με τα βιβλία για να κατευθυνθώ προς το βάθος, όπου ήταν το γραφείο της κυρίας Μάνιας, να πιω ένα, πάντοτε διαθέσιμο έως επιβεβλημένο, τσίπουρο μαζί της, να της πω τα νέα μου από τα χωράφια και το νησί και να μου πει τα δικά της από τον κόσμο των ανθρώπων και των βιβλίων. Μέσα κει, στο γραφείο της, το γεμάτο από πάκους με βιβλία και χειρόγραφα, ήταν το τελευταίο λογοτεχνικό σαλονάκι της Αθήνας, που έφερε την ενέργεια τόσων και τόσων σημαντικών ονομάτων, οι οποίοι το είχαν για στέκι. Εκεί γνώρισα κι εγώ, τελευταίος των τελευταίων, κάμποσους σημαντικούς ανθρώπους της Τέχνης και όχι μόνο.
Γνώρισα και τον εξαιρετικό άνθρωπο Γιάννη Καραϊτίδη, τον γιο της κυρίας Μάνιας, τον ιδιοκτήτη του Βιβλιοπωλείου, που με τόσο ενθουσιασμό ερχόταν κάθε φορά να μου σφίξει δυνατά το χέρι και να μου εκφράσει τις ανησυχίες του για το πού βαδίζει η ζωή και η ανθρωπότητα αλλά και τις ελπίδες του για το οικολογικό κίνημα, για τον σεβασμό στη φύση, στα ζωντανά, στην ψυχή του ανθρώπου. Κράτα γερά Μακριδάκη και πρόσεχε, πρόσεχε μη χάσεις αυτό που έχεις, την ψυχή σου, έτσι μου λεγε κάθε φορά και μου ‘δειχνε απέραντο σεβασμό και θαυμασμό που ασχολούμαι με τη γη και την πολιτική της αποανάπτυξης.
Έκανα αρκετές παρουσιάσεις των βιβλίων μου εκεί, την πρώτη στο υπόγειο παρέα με τον αείμνηστο Παύλο Μάτεση, και όλες τις μετέπειτα στο ισόγειο, όπου έμπαιναν καθίσματα ανάμεσα στους πάγκους κι ακουμπούσαν οι παριστάμενοι τους αγκώνες και το κορμί τους ολάκερο, οι όρθιοι, πάνω στα βιβλία.
Γνώρισα όλους τους υπαλλήλους του και κάθισα με τις ώρες δίπλα στην Μαρία, την αγαπημένη μου βιβλιοπώλισσα, λέγαμε για χίλια δυο ενώ εκείνη ταυτόχρονα εξυπηρετούσε πελάτες ψάχνοντας τίτλους στον υπολογιστή ή τηλεφωνώντας σε εκδοτικούς οίκους, αφού δεν υπήρχε βιβλίο, όσο παλιό και να ‘ταν, που να μην το είχε στο μυαλό της και να μην ήξερε ανά πάσα στιγμή αν υπάρχει εντός του καταστήματος προς διάθεση, αν έχει εξαντληθεί προ πολλού ή αν υπάρχει και μπορεί να το παραγγείλει από τον αρμόδιο κάθε φορά εκδοτικό οίκο.
Από τώρα και στο εξής τέλος όλα αυτά. Τέλος το σκαμπό δίπλα στην Μαρία, τέλος τα τσίπουρα στην πολυθρόνα του γραφείου της κυρίας Μάνιας, τέλος οι γνωριμίες και οι συναντήσεις με ανθρώπους της τέχνης εκεί, τέλος οι σφιχτές και ψυχωμένες χειραψίες του Γιάννη, τέλος και οι παρουσιάσεις – συναντήσεις με αναγνώστες. Τέλος το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
Φτώχυνε η Αθήνα για μένα, φτώχυνε η Αθήνα γενικώς.
Έκλεισε το Βιβλιοπωλείο της Εστίας. Οι σπάνιες επισκέψεις μου στην Αθήνα θα είναι πλέον φτωχότερες. Είχα ένα απάγκιο στην καρδιά της πόλης και τώρα πρέπει να συνηθίσω στην ιδέα πως δεν υπάρχει πια. Πως δεν θα ξανανέβω την Σόλωνος ως εκεί, διότι τίποτα δεν θα είναι όπως το άφησα την τελευταία φορά που πήγα, λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Το Βιβλιοπωλείο της Εστίας προσωπικά με σημάδεψε. Κι ας το γνώρισα ουσιαστικά στην τελική του ευθεία. Η κυρία Μάνια διάβασε πρώτη απ’ όλους τον Ανάμιση Ντενεκέ μου και ήτανε εκείνη που με τίμησε, έναν άγνωστο μεταξύ αγνώστων, που δεν είχε καμιά σχέση ως τότε με τους λογοτεχνικούς κύκλους, προτείνοντας στην κόρη της Εύα, την διευθύντρια των εκδόσεων, την έκδοσή του βιβλίου.
Από τότε όποτε πήγαινα στην Αθήνα, περνούσα πάντα από το Βιβλιοπωλείο και ένιωθα πολύ όμορφα καθώς διέσχιζα τους διαδρόμους ανάμεσα στους πάγκους με τα βιβλία για να κατευθυνθώ προς το βάθος, όπου ήταν το γραφείο της κυρίας Μάνιας, να πιω ένα, πάντοτε διαθέσιμο έως επιβεβλημένο, τσίπουρο μαζί της, να της πω τα νέα μου από τα χωράφια και το νησί και να μου πει τα δικά της από τον κόσμο των ανθρώπων και των βιβλίων. Μέσα κει, στο γραφείο της, το γεμάτο από πάκους με βιβλία και χειρόγραφα, ήταν το τελευταίο λογοτεχνικό σαλονάκι της Αθήνας, που έφερε την ενέργεια τόσων και τόσων σημαντικών ονομάτων, οι οποίοι το είχαν για στέκι. Εκεί γνώρισα κι εγώ, τελευταίος των τελευταίων, κάμποσους σημαντικούς ανθρώπους της Τέχνης και όχι μόνο.
Γνώρισα και τον εξαιρετικό άνθρωπο Γιάννη Καραϊτίδη, τον γιο της κυρίας Μάνιας, τον ιδιοκτήτη του Βιβλιοπωλείου, που με τόσο ενθουσιασμό ερχόταν κάθε φορά να μου σφίξει δυνατά το χέρι και να μου εκφράσει τις ανησυχίες του για το πού βαδίζει η ζωή και η ανθρωπότητα αλλά και τις ελπίδες του για το οικολογικό κίνημα, για τον σεβασμό στη φύση, στα ζωντανά, στην ψυχή του ανθρώπου. Κράτα γερά Μακριδάκη και πρόσεχε, πρόσεχε μη χάσεις αυτό που έχεις, την ψυχή σου, έτσι μου λεγε κάθε φορά και μου ‘δειχνε απέραντο σεβασμό και θαυμασμό που ασχολούμαι με τη γη και την πολιτική της αποανάπτυξης.
Έκανα αρκετές παρουσιάσεις των βιβλίων μου εκεί, την πρώτη στο υπόγειο παρέα με τον αείμνηστο Παύλο Μάτεση, και όλες τις μετέπειτα στο ισόγειο, όπου έμπαιναν καθίσματα ανάμεσα στους πάγκους κι ακουμπούσαν οι παριστάμενοι τους αγκώνες και το κορμί τους ολάκερο, οι όρθιοι, πάνω στα βιβλία.
Γνώρισα όλους τους υπαλλήλους του και κάθισα με τις ώρες δίπλα στην Μαρία, την αγαπημένη μου βιβλιοπώλισσα, λέγαμε για χίλια δυο ενώ εκείνη ταυτόχρονα εξυπηρετούσε πελάτες ψάχνοντας τίτλους στον υπολογιστή ή τηλεφωνώντας σε εκδοτικούς οίκους, αφού δεν υπήρχε βιβλίο, όσο παλιό και να ‘ταν, που να μην το είχε στο μυαλό της και να μην ήξερε ανά πάσα στιγμή αν υπάρχει εντός του καταστήματος προς διάθεση, αν έχει εξαντληθεί προ πολλού ή αν υπάρχει και μπορεί να το παραγγείλει από τον αρμόδιο κάθε φορά εκδοτικό οίκο.
Από τώρα και στο εξής τέλος όλα αυτά. Τέλος το σκαμπό δίπλα στην Μαρία, τέλος τα τσίπουρα στην πολυθρόνα του γραφείου της κυρίας Μάνιας, τέλος οι γνωριμίες και οι συναντήσεις με ανθρώπους της τέχνης εκεί, τέλος οι σφιχτές και ψυχωμένες χειραψίες του Γιάννη, τέλος και οι παρουσιάσεις – συναντήσεις με αναγνώστες. Τέλος το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
Φτώχυνε η Αθήνα για μένα, φτώχυνε η Αθήνα γενικώς.