ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΙΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
Δεν μας φτάνουν τα βάσανά μας, πρέπει ν’ ανησυχούμε και για τις τράπεζες. Όχι μόνο για την επιβίωσή τους, αλλά για την ελληνικότητά τους. Τραγελαφικά πράγματα ακούγονται και γράφονται αυτές τις μέρες μετά τη ματαίωση της συγχώνευσης Εθνικής - Eurobank. Και μάλιστα από πλευρές που δεν θα περίμενε κανείς να συμμετέχουν στο ελεεινό παιχνίδι μετωνυμιών, με τις οποίες το τραπεζικό γκισέ μεταμορφώθηκε σε έσχατο σύνορο της χώρας. Γύρω από δύο έννοιες στρέφεται το παιχνίδι χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Η μία είναι η ελληνικότητα των τραπεζών και ο συνακόλουθος κίνδυνος «αφελληνισμού» τους. Η άλλη είναι η κρατικοποίησή τους μέσω του ΤΧΣ, ένας κίνδυνος που καθιστά τη διατήρηση της ιδιωτικότητάς τους κοινωνικό αγαθό. Σ’ αυτή την επιτηδευμένη σύγχυση εννοιών η άγνοια ανταγωνίζεται τη διαστρέβλωση. Αλλά η υπόθεση καθίσταται προβληματική για την κοινωνία, όταν οι συλλογικότητές της αλλά και η Αριστερά καθίστανται συνεργοί στη σύγχυση.
Για να τελειώνουμε με το πρώτο παραμύθι, οι ελληνικές τράπεζες εδώ και πολλά χρόνια δεν είναι ελληνικές. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ο κατ’ εξοχήν παγκοσμιοποιημένος κλάδος της οικονομίας. Η διασπορά της ιδιοκτησίας του μέσω των χρηματιστηριακών αγορών τόσο ρευστή, ώστε στην πραγματικότητα δεν γνωρίζει κανείς σε ποιους ανήκει κάθε στιγμή μια τράπεζα.
Η Εθνική, που περιφέρεται ως εμβληματική για την «εθνική αξιοπρέπειά» μας τράπεζα, ανήκει κατά 22% σε νομικά πρόσωπα εξωτερικού. Και κανείς δεν γνωρίζει πόσοι ξένοι περιλαμβάνονται στο 49% των μετοχών που διακινούνται μέσω του ΧΑ. Αλλά ξέρουμε ότι μετά το deal με την Eurobank ο μεγαλύτερος μέτοχος της «μεγάλης μας φίλης», με ποσοστό άνω του 11%, είναι ένας άλλος τραπεζίτης (Λάτσης) που απαλλάχθηκε χωρίς κόστος από τη δική του τράπεζα, γιατί δεν θέλει πια να ασχολείται με την εγχώρια τραπεζική, και είναι ένα ζήτημα αν θέλει να διατηρήσει άλλες δραστηριότητες (πετρέλαια) που τόσο γενναιόδωρα του παρασχέθηκαν.
Στην άλλη μεγάλη τράπεζα (Πειραιώς), που κερδίζοντας το τετραπλό τζακ ποτ των ιδιωτικοποιήσεων βρέθηκε με ενεργητικό 180 δισ., όσο το ΑΕΠ της χώρας, ξένα χαρτοφυλάκια κατέχουν ποσοστό σχεδόν 45%. Οι κατ’ ευφημισμόν Έλληνες ιδιοκτήτες, που μάχονται σθεναρά για να κρατήσουν σε «ελληνικά χέρια» το ταμείο, ελέγχουν μόλις το 15%.
Σε ξένα χέρια βρίσκεται τουλάχιστον το 26% του μετοχικού κεφαλαίου της Alpha Bank και είναι άγνωστο πόσοι ξένοι παίζουν με το 32% των μετοχών της που αλλάζουν χέρια μέσω του Χ.Α., στο προκλητικό παιχνίδι που μετατρέπει σε τέσσερις ώρες το limit down σε limit up και θα έπρεπε να κινήσει το ενδιαφέρον των εποπτικών αρχών ή της δικαιοσύνης.
Η φλυαρία περί «αφελληνισμού» των τραπεζών, λοιπόν, που φτάνει σε γραφικότητες του τύπου «η τράπεζα που συμβολίζει το έθνος», υποκρύπτει την ανησυχία της εγχώριας ελίτ ότι θα χάσει τον έλεγχο στις ροές χρήματος που εδώ και δεκαετίες στηρίζουν την πελατειακή επιχειρηματικότητα. Και είναι απολύτως συναφής με τη δεύτερη απατηλή μετωνυμία των ημερών, την «κρατικοποίηση» των τραπεζών από το ΤΧΣ. Εδώ η σύγχυση εκτοξεύεται στο ναδίρ.
Η σημερινή χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών είναι μόλις 20 δισ. ευρώ, τη στιγμή που από το 2008 έχουν χρηματοδοτηθεί με λεφτά των φορολογουμένων - Ελλήνων και λοιπών Ευρωπαίων- ύψους 80 δισ. ευρώ. Με λίγα λόγια οι ελληνικές τράπεζες είναι προ πολλού κρατικές. Απλώς η πολιτική ελίτ δεν θέλησε ποτέ να κάνει «έξωση» στους «σώγαμπρους» τραπεζίτες.
Το καινούργιο στοιχείο είναι ότι αυτό που δεν θέλησαν να κάνουν οι κυβερνήσεις από το 2008 και μετά, να κρατικοποιήσουν τυπικά και ουσιαστικά τις τράπεζες έναντι των 28 δισ. που τους παρείχαν για να τα κάνουν χαρτοπόλεμο, θα το κάνει η τρόικα μέσω του ΤΧΣ. Θα κάνει, δηλαδή, «ευρωκρατικοποίηση», έναντι των 50 δισ. που τους παρέχει για να ανακεφαλαιοποιηθούν, με δικαίωμα μάλιστα και να τις διοικήσει και να τις πουλήσει, αν αποτύχει ο «τραπεζικός πατριωτισμός» της αύξησης των μετοχικών κεφαλαίων.
Εδώ προστίθεται το παράδοξο ακόμη και συνδικάτα να βάζουν πλάτη ώστε να μείνει στους «πατριώτες ιδιώτες» ο έλεγχος των τραπεζών και να υπερασπίζονται την ιδιωτικοποίηση ως πράξη «εθνικής αντίστασης».
Δεν ισχυρίζομαι ότι τα πράγματα είναι απλά, μαύρο - άσπρο, ούτε ότι το τραπεζικό κουβάρι λύνεται με ένα απλό μαξιμαλιστικό σύνθημα. Αλλά απέναντι στη μαζική εξαπάτηση της κοινωνίας, που σε δεύτερο χρόνο κινδυνεύει να πληρώσει τον «πατριωτισμό» της και με τις καταθέσεις της, χρειάζεται να προβληθούν στέρεες θέσεις αρχής. Τουλάχιστον από την Αριστερά.
Κι αυτές οι θέσεις, πέρα από τις λεπτομέρειες και τις υποσημειώσεις τους, δεν μπορούν να ξεφεύγουν από τον εθνικό, κρατικό και κοινωνικό έλεγχο των πυλώνων του τραπεζικού συστήματος. Τα υπόλοιπα είναι χάδια στ’ αυτιά της πιο τυχοδιωκτικής χρηματοπιστωτικής διαπλοκής της Ευρώπης. Η οποία, μεταξύ άλλων, αποδεικνύεται και εξαιρετικά ανίκανη.
Δεν μας φτάνουν τα βάσανά μας, πρέπει ν’ ανησυχούμε και για τις τράπεζες. Όχι μόνο για την επιβίωσή τους, αλλά για την ελληνικότητά τους. Τραγελαφικά πράγματα ακούγονται και γράφονται αυτές τις μέρες μετά τη ματαίωση της συγχώνευσης Εθνικής - Eurobank. Και μάλιστα από πλευρές που δεν θα περίμενε κανείς να συμμετέχουν στο ελεεινό παιχνίδι μετωνυμιών, με τις οποίες το τραπεζικό γκισέ μεταμορφώθηκε σε έσχατο σύνορο της χώρας. Γύρω από δύο έννοιες στρέφεται το παιχνίδι χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Η μία είναι η ελληνικότητα των τραπεζών και ο συνακόλουθος κίνδυνος «αφελληνισμού» τους. Η άλλη είναι η κρατικοποίησή τους μέσω του ΤΧΣ, ένας κίνδυνος που καθιστά τη διατήρηση της ιδιωτικότητάς τους κοινωνικό αγαθό. Σ’ αυτή την επιτηδευμένη σύγχυση εννοιών η άγνοια ανταγωνίζεται τη διαστρέβλωση. Αλλά η υπόθεση καθίσταται προβληματική για την κοινωνία, όταν οι συλλογικότητές της αλλά και η Αριστερά καθίστανται συνεργοί στη σύγχυση.
Για να τελειώνουμε με το πρώτο παραμύθι, οι ελληνικές τράπεζες εδώ και πολλά χρόνια δεν είναι ελληνικές. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ο κατ’ εξοχήν παγκοσμιοποιημένος κλάδος της οικονομίας. Η διασπορά της ιδιοκτησίας του μέσω των χρηματιστηριακών αγορών τόσο ρευστή, ώστε στην πραγματικότητα δεν γνωρίζει κανείς σε ποιους ανήκει κάθε στιγμή μια τράπεζα.
Η Εθνική, που περιφέρεται ως εμβληματική για την «εθνική αξιοπρέπειά» μας τράπεζα, ανήκει κατά 22% σε νομικά πρόσωπα εξωτερικού. Και κανείς δεν γνωρίζει πόσοι ξένοι περιλαμβάνονται στο 49% των μετοχών που διακινούνται μέσω του ΧΑ. Αλλά ξέρουμε ότι μετά το deal με την Eurobank ο μεγαλύτερος μέτοχος της «μεγάλης μας φίλης», με ποσοστό άνω του 11%, είναι ένας άλλος τραπεζίτης (Λάτσης) που απαλλάχθηκε χωρίς κόστος από τη δική του τράπεζα, γιατί δεν θέλει πια να ασχολείται με την εγχώρια τραπεζική, και είναι ένα ζήτημα αν θέλει να διατηρήσει άλλες δραστηριότητες (πετρέλαια) που τόσο γενναιόδωρα του παρασχέθηκαν.
Στην άλλη μεγάλη τράπεζα (Πειραιώς), που κερδίζοντας το τετραπλό τζακ ποτ των ιδιωτικοποιήσεων βρέθηκε με ενεργητικό 180 δισ., όσο το ΑΕΠ της χώρας, ξένα χαρτοφυλάκια κατέχουν ποσοστό σχεδόν 45%. Οι κατ’ ευφημισμόν Έλληνες ιδιοκτήτες, που μάχονται σθεναρά για να κρατήσουν σε «ελληνικά χέρια» το ταμείο, ελέγχουν μόλις το 15%.
Σε ξένα χέρια βρίσκεται τουλάχιστον το 26% του μετοχικού κεφαλαίου της Alpha Bank και είναι άγνωστο πόσοι ξένοι παίζουν με το 32% των μετοχών της που αλλάζουν χέρια μέσω του Χ.Α., στο προκλητικό παιχνίδι που μετατρέπει σε τέσσερις ώρες το limit down σε limit up και θα έπρεπε να κινήσει το ενδιαφέρον των εποπτικών αρχών ή της δικαιοσύνης.
Η φλυαρία περί «αφελληνισμού» των τραπεζών, λοιπόν, που φτάνει σε γραφικότητες του τύπου «η τράπεζα που συμβολίζει το έθνος», υποκρύπτει την ανησυχία της εγχώριας ελίτ ότι θα χάσει τον έλεγχο στις ροές χρήματος που εδώ και δεκαετίες στηρίζουν την πελατειακή επιχειρηματικότητα. Και είναι απολύτως συναφής με τη δεύτερη απατηλή μετωνυμία των ημερών, την «κρατικοποίηση» των τραπεζών από το ΤΧΣ. Εδώ η σύγχυση εκτοξεύεται στο ναδίρ.
Η σημερινή χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών είναι μόλις 20 δισ. ευρώ, τη στιγμή που από το 2008 έχουν χρηματοδοτηθεί με λεφτά των φορολογουμένων - Ελλήνων και λοιπών Ευρωπαίων- ύψους 80 δισ. ευρώ. Με λίγα λόγια οι ελληνικές τράπεζες είναι προ πολλού κρατικές. Απλώς η πολιτική ελίτ δεν θέλησε ποτέ να κάνει «έξωση» στους «σώγαμπρους» τραπεζίτες.
Το καινούργιο στοιχείο είναι ότι αυτό που δεν θέλησαν να κάνουν οι κυβερνήσεις από το 2008 και μετά, να κρατικοποιήσουν τυπικά και ουσιαστικά τις τράπεζες έναντι των 28 δισ. που τους παρείχαν για να τα κάνουν χαρτοπόλεμο, θα το κάνει η τρόικα μέσω του ΤΧΣ. Θα κάνει, δηλαδή, «ευρωκρατικοποίηση», έναντι των 50 δισ. που τους παρέχει για να ανακεφαλαιοποιηθούν, με δικαίωμα μάλιστα και να τις διοικήσει και να τις πουλήσει, αν αποτύχει ο «τραπεζικός πατριωτισμός» της αύξησης των μετοχικών κεφαλαίων.
Εδώ προστίθεται το παράδοξο ακόμη και συνδικάτα να βάζουν πλάτη ώστε να μείνει στους «πατριώτες ιδιώτες» ο έλεγχος των τραπεζών και να υπερασπίζονται την ιδιωτικοποίηση ως πράξη «εθνικής αντίστασης».
Δεν ισχυρίζομαι ότι τα πράγματα είναι απλά, μαύρο - άσπρο, ούτε ότι το τραπεζικό κουβάρι λύνεται με ένα απλό μαξιμαλιστικό σύνθημα. Αλλά απέναντι στη μαζική εξαπάτηση της κοινωνίας, που σε δεύτερο χρόνο κινδυνεύει να πληρώσει τον «πατριωτισμό» της και με τις καταθέσεις της, χρειάζεται να προβληθούν στέρεες θέσεις αρχής. Τουλάχιστον από την Αριστερά.
Κι αυτές οι θέσεις, πέρα από τις λεπτομέρειες και τις υποσημειώσεις τους, δεν μπορούν να ξεφεύγουν από τον εθνικό, κρατικό και κοινωνικό έλεγχο των πυλώνων του τραπεζικού συστήματος. Τα υπόλοιπα είναι χάδια στ’ αυτιά της πιο τυχοδιωκτικής χρηματοπιστωτικής διαπλοκής της Ευρώπης. Η οποία, μεταξύ άλλων, αποδεικνύεται και εξαιρετικά ανίκανη.