του Πάτρικ Κόκμπερν
Οι ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ της κυβέρνησης της Συρίας και της αντιπολίτευσης θα αρχίσουν τις επόμενες ημέρες στη Γενεύη σε μια ατμόσφαιρα δυσοίωνη σχετικά με τις προοπτικές επιτυχίας. Οι δύο πλευρές αλληλομισούνται και επί πέντε έτη προσπαθούσαν να αλληλοσκοτωθούν, κάτι που καθιστά απίθανο το να συμφωνήσουν να μοιραστούν την εξουσία με οποιονδήποτε άλλο τρόπο πλην του γεωγραφικού, με την κάθε πλευρά να διατηρεί το έδαφος το οποίο ήδη κατέχει και να το υπερασπίζεται με τις ένοπλες δυνάμεις της.
Είναι δύσκολο να αντιπαλέψει κανείς αυτή την απαισιοδοξία, δεδομένου επίσης ότι αρκετές ισχυρές ομάδες που εμπλέκονται στις συγκρούσεις δεν θα αντιπροσωπευθούν στη Γενεύη. Το Ισλαμικό Κράτος και η Αλ-Νούσρα [η “θυγατρική” της Αλ-Κάιντα] δεν προσκλήθηκαν και αν προσκαλούνταν πιθανώς θα απέρριπταν την πρόσκληση. Υπάρχουν διαφωνίες για το ποια οργάνωση είναι τρομοκρατική, με τη Σαουδική Αραβία να προωθεί το Στρατό του Ισλάμ που ελέγχει το προπύργιο των ανταρτών στα ανατολικά της Δαμασκού και την Τουρκία να επιμένει στην εξαίρεση των Κούρδων της Συρίας, που όμως αποτελούν τον πιο αποτελεσματικό σύμμαχο των Αμερικανών κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Το πρόβλημα του τερματισμού του πολέμου στη Συρία και στο Ιράκ είναι ότι υπάρχει μια πλειάδα παικτών που είναι αρκετά ισχυροί για να χάσουν και επίσης πολύ αδύναμοι για να κερδίσουν τον πόλεμο. Χώρες και κινήματα όπως το Ιράν και η Χεζμπολάχ θεωρούν ότι αγωνίζονται για την ύπαρξή τους σε έναν πόλεμο που δεν αντέχουν να χάσουν. Άλλοι, σαν τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία έχουν επενδύσει μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας τους στο θέμα της Συρίας για να παραδεχθούν ότι δεν πρόκειται να πετύχουν τον βασικό τους στόχο που είναι η εκδίωξη του Μπασάρ Αλ-Άσαντ.
Οι πόλεμοι τελειώνουν μερικές φορές λόγω εξάντλησης παρά μέσω συμφωνίας και αυτό ίσως είναι το καλύτερο που μπορεί να περιμένει κανείς στην περίπτωση της Συρίας. Τοπικές εκεχειρίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν, όπως οι 600 περίπου ή και παραπάνω που περιοδικά διέκοπταν τον 15ετή εμφύλιο πόλεμο στον Λίβανο. Η δυσκολία στη Συρία είναι ότι οργανώσεις όπως η Αλ-Νούσρα και το Ισλαμικό Κράτος υπάρχουν μόνο για να μάχονται και να ζουν για την θρησκευτική πίστη τους πολεμώντας τους δαιμονικούς εχθρούς τους, όπως αυτές τους βλέπουν. Δεν μοιάζουν με τους πολέμαρχους του Λιβάνου που θεωρούσαν ότι ήταν , κατά καιρούς, προς το συμφέρον τους να σταματούν την αιματοχυσία.
Ωστόσο, παρόλο που δεν φαίνεται να αναδύονται πολλά θετικά στοιχεία από τις συνομιλίες της Γενεύης, το πολιτικό τοπίο στην περιοχή είναι λίγο πιο επιδεκτικό στην ειρήνη από ό,τι προηγουμένως. Η ρωσική στρατιωτική παρέμβαση εδώ και τέσσερις μήνες σημαίνει ότι ο Άσαντ δεν θα χάσει, αν και είναι απίθανο να νικήσει αποφασιστικά. Παραμένει στην εξουσία λόγω της αυξημένης υποστήριξης από το Ιράν, τη Ρωσία και τη Χεζμπολάχ , όμως παρά τη στήριξή τους ο στρατός του δεν κατόρθωσε να ανακαταλάβει πόλεις που έχασε τον τελευταίο χρόνο, όπως την Παλμύρα και το Ιντλίμπ. Ο πρόεδρος Άσαντ μπορεί να μη θέλει να συνομιλήσει στη Γενεύη ή μετά από αυτήν, αλλά εξαρτάται σημαντικά από τους εξωτερικούς συμμάχους του που δεν θέλουν να κολλήσουν στο τέλμα ενός ατέρμονου συριακού εμφυλίου πολέμου.
Στη Συρία αρχίζουν να εμφανίζονται νικητές και ηττημένοι , αν και δεν μπορούν να το δουν αυτό όλοι οι εμπλεκόμενοι. Το Ισλαμικό Κράτος δέχεται απανωτά πλήγματα από ένα μωσαϊκό εχθρών που υποστηρίζονται από την αμερικανική και τη ρωσική πολεμική αεροπορία, αν και δεν φαίνεται ότι μπορεί να ηττηθεί σύντομα. Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να διαλαλούν το ότι έχασε την πόλη Ραμαντί στο Ιράκ, αλλά οι ιρακινές ειδικές δυνάμεις που ανακατέλαβαν την ερειπωμένη πόλη αριθμούν μόνο 500 στρατιώτες. Οι στρατιώτες της peshmerga του Ιρακινού Κουρδιστάν που ανακατέλαβαν την πόλη Σιντζάρ είναι απλήρωτοι επί πέντε μήνες, διότι η Κουρδική Περιφερειακή Κυβέρνηση είναι χρεοκοπημένη. Ο συριακός στρατός έχει έλλειψη ανδρών, παρόλο που το ηθικό του έχει ανυψωθεί χάρη στους Ρώσους, όμως είναι ακόμη εξαντλημένος μετά από πέντε χρόνια πολέμου. Οι Κούρδοι της Συρίας σημειώνουν επιτυχίες, αλλά απεχθάνονται να χρησιμοποιούνται σαν τροφή για τα κανόνια από τις ΗΠΑ και φοβούνται τουρκική εισβολή.
Είναι ριψοκίνδυνο να περιγράφεται κάθε μεμονωμένη φάση ενός μακροχρόνιου εμφυλίου πολέμου ως αποφασιστική, αλλά οι επόμενοι μήνες θα μπορούσαν να είναι μια τέτοια αποφασιστική φάση. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους στη Συρία, κυρίως οι 25.000 μαχητές των κουρδικών Ομάδων Λαϊκής Προστασίας (YPG) με κάποιους σουνίτες Άραβες συμμάχους, επιθυμούν να αποκόψουν τον, μέσω Τουρκίας, τελευταίο σύνδεσμο του Ισλαμικού Κράτους με τον έξω κόσμο. Και κοντεύουν να το επιτύχουν. Οι αραβικές μονάδες των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), μιας οργάνωσης-ομπρέλας στην οποία κυριαρχούν οι YPG, στις 23 Δεκεμβρίου κατέλαβαν το φράγμα Τισρίν του Ευφράτη , 55 μίλια ανατολικά του Χαλεπίου και βρίσκονται κοντά στο προπύργιο του Ισλαμικού Κράτους Μανμπίζ.
Τα νέα ότι μια οργάνωση που ελάχιστοι την είχαν ακούσει απειλεί μια άγνωστη πολίχνη στη Συρία δεν θα δημιουργούσαν ποτέ διεθνή αναταραχή. Αλλά το γεγονός είναι σημαντικό για τρεις λόγους: πρώτον, το ισλαμικό Κράτος είναι πλέον σφραγισμένο μέσα στο αυτοαποκαλούμενο χαλιφάτο του. Δεύτερον, οι Κούρδοι της Συρίας, χρησιμοποιώντας το υποκατάστατο , τις SDF, πέρασαν δυτικά του Ευφράτη παρά τις απειλές της Τουρκίας ότι δεν θα συμβεί ποτέ αυτό χωρίς στρατιωτική απάντηση εκ μέρους της. Τρίτον, και πιο σημαντικό, η επίθεση των SDF υποστηρίχτηκε με αμερικανικές και ρωσικές αεροπορικές επιδρομές, αν και όχι ταυτόχρονα. “Οι Ρώσοι πραγματοποιούν τώρα τα περισσότερα αεροπορικά πλήγματα εκεί”, ανέφερε ένας εκπρόσωπος των Κούρδων της Συρίας. Με άλλα λόγια, ΗΠΑ και Ρωσία ενεργούν σ'αυτή την περιοχή της Συρίας σαν να έχουν μια de facto στρατιωτική συμμαχία.
Ο μεγάλος χαμένος θα μπορούσε να είναι η Τουρκία, η οποία το 2011 φαινόταν πως είχε την ισχύ να επεκτείνει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή. Η εικόνα της ως μιας οικονομικά ευημερούσας, δημοκρατικής αν και ισλαμικής χώρας ήταν ελκυστική σε πολλούς Άραβες διαδηλωτές που επιζητούσαν να ανατρέψουν τους δικτάτορες. Αλλά ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, γρήγορα κατέστησε σαφές ότι υποστηρίζει την ανάληψη της εξουσίας από σουνίτες Άραβες και ότι τασσόταν κατά των σιιτών, των Κούρδων και της κοσμικής διακυβέρνησης, γεγονός που μοιραία προκάλεσε αντιστάσεις. Αφού πρώτα στήριξε τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, στη συνέχεια η Τουρκία ανέχθηκε ή και βοήθησε το Ισλαμικό Κράτος , την Αλ-Νούσρα και ακραίες ομάδες τζιχαντιστών.
Αυτή η επιλογή ήταν καταστροφική τόσο για τη Συρία όσο και για την Τουρκία. Παρά τα νεο-οθωμανικά όνειρα του Ερντογάν να κάνει την Τουρκία μεγάλη δύναμη στη Μέση Ανατολή, πέτυχε το ακριβώς αντίθετο. Το πώς θα αντιδράσει σ'αυτή την αποτυχία θα φανεί τους επόμενους μήνες καθώς ΗΠΑ και Ρωσία προσπαθούν –με διαφορετικούς τρόπους και υποστηρίζοντας διαφορετικές ομάδες συμμάχων-- να κλείσουν τα σύνορα μεταξύ της βόρειας Συρίας και της Τουρκίας.
Ο πρόεδρος Ερντογάν είτε θα αποδεχθεί τον αποκλεισμό της Τουρκίας από τη βόρεια Συρία ή θα κλιμακώσει τη στρατιωτική ανάμειξη της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένης πιθανώς μιας εισβολής. Βασικοί σχολιαστές στην Τουρκία λένε ότι ήθελε να εισβάλει το περασμένο έτος, αλλά τον συγκράτησαν ανώτατοι Τούρκοι αξιωματικοί του στρατού. Μια πλήρους κλίμακας στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας θα ήταν πιο δύσκολη σήμερα, μετά τη ρωσική στρατιωτική παρέμβαση και την κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού από τουρκικό F-16, στις 24 Νοεμβρίου. Μια τουρκική κίνηση στη βόρεια Συρία θα αντιμετώπιζε την μη έγκριση των ΗΠΑ και την αντίσταση από τους ρωσικούς αεροπορικούς και αντιαεροπορικούς πυραύλους.
Ο πόλεμος στη Συρία και στο Ιράκ αργεί πολύ ακόμη να τελειώσει, αλλά καθώς αναδεικνύονται οι νικητές και οι ηττημένοι οι ευκαιρίες για τοπικές εκεχειρίες και τελικά για κάποιο είδος ειρήνευσης θα γίνονται όλο και πιο εφικτές. Η κυβέρνηση Άσαντ και η αντιπολίτευση μπορεί να μη συμφωνήσουν στη Γενεύη, αλλά οι εξωτερικές δυνάμεις που τους υποστηρίζουν επιθυμούν όλο και περισσότερο να οδηγήσουν τη σύγκρουση σε κάποιο τέλος.
[Πηγή: http://www.counterpunch.org/2016/01/25/winners-and-losers-in-the-syrian-civil-war/]
Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου
Οι ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ της κυβέρνησης της Συρίας και της αντιπολίτευσης θα αρχίσουν τις επόμενες ημέρες στη Γενεύη σε μια ατμόσφαιρα δυσοίωνη σχετικά με τις προοπτικές επιτυχίας. Οι δύο πλευρές αλληλομισούνται και επί πέντε έτη προσπαθούσαν να αλληλοσκοτωθούν, κάτι που καθιστά απίθανο το να συμφωνήσουν να μοιραστούν την εξουσία με οποιονδήποτε άλλο τρόπο πλην του γεωγραφικού, με την κάθε πλευρά να διατηρεί το έδαφος το οποίο ήδη κατέχει και να το υπερασπίζεται με τις ένοπλες δυνάμεις της.
Είναι δύσκολο να αντιπαλέψει κανείς αυτή την απαισιοδοξία, δεδομένου επίσης ότι αρκετές ισχυρές ομάδες που εμπλέκονται στις συγκρούσεις δεν θα αντιπροσωπευθούν στη Γενεύη. Το Ισλαμικό Κράτος και η Αλ-Νούσρα [η “θυγατρική” της Αλ-Κάιντα] δεν προσκλήθηκαν και αν προσκαλούνταν πιθανώς θα απέρριπταν την πρόσκληση. Υπάρχουν διαφωνίες για το ποια οργάνωση είναι τρομοκρατική, με τη Σαουδική Αραβία να προωθεί το Στρατό του Ισλάμ που ελέγχει το προπύργιο των ανταρτών στα ανατολικά της Δαμασκού και την Τουρκία να επιμένει στην εξαίρεση των Κούρδων της Συρίας, που όμως αποτελούν τον πιο αποτελεσματικό σύμμαχο των Αμερικανών κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Το πρόβλημα του τερματισμού του πολέμου στη Συρία και στο Ιράκ είναι ότι υπάρχει μια πλειάδα παικτών που είναι αρκετά ισχυροί για να χάσουν και επίσης πολύ αδύναμοι για να κερδίσουν τον πόλεμο. Χώρες και κινήματα όπως το Ιράν και η Χεζμπολάχ θεωρούν ότι αγωνίζονται για την ύπαρξή τους σε έναν πόλεμο που δεν αντέχουν να χάσουν. Άλλοι, σαν τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία έχουν επενδύσει μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας τους στο θέμα της Συρίας για να παραδεχθούν ότι δεν πρόκειται να πετύχουν τον βασικό τους στόχο που είναι η εκδίωξη του Μπασάρ Αλ-Άσαντ.
Οι πόλεμοι τελειώνουν μερικές φορές λόγω εξάντλησης παρά μέσω συμφωνίας και αυτό ίσως είναι το καλύτερο που μπορεί να περιμένει κανείς στην περίπτωση της Συρίας. Τοπικές εκεχειρίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν, όπως οι 600 περίπου ή και παραπάνω που περιοδικά διέκοπταν τον 15ετή εμφύλιο πόλεμο στον Λίβανο. Η δυσκολία στη Συρία είναι ότι οργανώσεις όπως η Αλ-Νούσρα και το Ισλαμικό Κράτος υπάρχουν μόνο για να μάχονται και να ζουν για την θρησκευτική πίστη τους πολεμώντας τους δαιμονικούς εχθρούς τους, όπως αυτές τους βλέπουν. Δεν μοιάζουν με τους πολέμαρχους του Λιβάνου που θεωρούσαν ότι ήταν , κατά καιρούς, προς το συμφέρον τους να σταματούν την αιματοχυσία.
Ωστόσο, παρόλο που δεν φαίνεται να αναδύονται πολλά θετικά στοιχεία από τις συνομιλίες της Γενεύης, το πολιτικό τοπίο στην περιοχή είναι λίγο πιο επιδεκτικό στην ειρήνη από ό,τι προηγουμένως. Η ρωσική στρατιωτική παρέμβαση εδώ και τέσσερις μήνες σημαίνει ότι ο Άσαντ δεν θα χάσει, αν και είναι απίθανο να νικήσει αποφασιστικά. Παραμένει στην εξουσία λόγω της αυξημένης υποστήριξης από το Ιράν, τη Ρωσία και τη Χεζμπολάχ , όμως παρά τη στήριξή τους ο στρατός του δεν κατόρθωσε να ανακαταλάβει πόλεις που έχασε τον τελευταίο χρόνο, όπως την Παλμύρα και το Ιντλίμπ. Ο πρόεδρος Άσαντ μπορεί να μη θέλει να συνομιλήσει στη Γενεύη ή μετά από αυτήν, αλλά εξαρτάται σημαντικά από τους εξωτερικούς συμμάχους του που δεν θέλουν να κολλήσουν στο τέλμα ενός ατέρμονου συριακού εμφυλίου πολέμου.
Στη Συρία αρχίζουν να εμφανίζονται νικητές και ηττημένοι , αν και δεν μπορούν να το δουν αυτό όλοι οι εμπλεκόμενοι. Το Ισλαμικό Κράτος δέχεται απανωτά πλήγματα από ένα μωσαϊκό εχθρών που υποστηρίζονται από την αμερικανική και τη ρωσική πολεμική αεροπορία, αν και δεν φαίνεται ότι μπορεί να ηττηθεί σύντομα. Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να διαλαλούν το ότι έχασε την πόλη Ραμαντί στο Ιράκ, αλλά οι ιρακινές ειδικές δυνάμεις που ανακατέλαβαν την ερειπωμένη πόλη αριθμούν μόνο 500 στρατιώτες. Οι στρατιώτες της peshmerga του Ιρακινού Κουρδιστάν που ανακατέλαβαν την πόλη Σιντζάρ είναι απλήρωτοι επί πέντε μήνες, διότι η Κουρδική Περιφερειακή Κυβέρνηση είναι χρεοκοπημένη. Ο συριακός στρατός έχει έλλειψη ανδρών, παρόλο που το ηθικό του έχει ανυψωθεί χάρη στους Ρώσους, όμως είναι ακόμη εξαντλημένος μετά από πέντε χρόνια πολέμου. Οι Κούρδοι της Συρίας σημειώνουν επιτυχίες, αλλά απεχθάνονται να χρησιμοποιούνται σαν τροφή για τα κανόνια από τις ΗΠΑ και φοβούνται τουρκική εισβολή.
Είναι ριψοκίνδυνο να περιγράφεται κάθε μεμονωμένη φάση ενός μακροχρόνιου εμφυλίου πολέμου ως αποφασιστική, αλλά οι επόμενοι μήνες θα μπορούσαν να είναι μια τέτοια αποφασιστική φάση. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους στη Συρία, κυρίως οι 25.000 μαχητές των κουρδικών Ομάδων Λαϊκής Προστασίας (YPG) με κάποιους σουνίτες Άραβες συμμάχους, επιθυμούν να αποκόψουν τον, μέσω Τουρκίας, τελευταίο σύνδεσμο του Ισλαμικού Κράτους με τον έξω κόσμο. Και κοντεύουν να το επιτύχουν. Οι αραβικές μονάδες των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), μιας οργάνωσης-ομπρέλας στην οποία κυριαρχούν οι YPG, στις 23 Δεκεμβρίου κατέλαβαν το φράγμα Τισρίν του Ευφράτη , 55 μίλια ανατολικά του Χαλεπίου και βρίσκονται κοντά στο προπύργιο του Ισλαμικού Κράτους Μανμπίζ.
Τα νέα ότι μια οργάνωση που ελάχιστοι την είχαν ακούσει απειλεί μια άγνωστη πολίχνη στη Συρία δεν θα δημιουργούσαν ποτέ διεθνή αναταραχή. Αλλά το γεγονός είναι σημαντικό για τρεις λόγους: πρώτον, το ισλαμικό Κράτος είναι πλέον σφραγισμένο μέσα στο αυτοαποκαλούμενο χαλιφάτο του. Δεύτερον, οι Κούρδοι της Συρίας, χρησιμοποιώντας το υποκατάστατο , τις SDF, πέρασαν δυτικά του Ευφράτη παρά τις απειλές της Τουρκίας ότι δεν θα συμβεί ποτέ αυτό χωρίς στρατιωτική απάντηση εκ μέρους της. Τρίτον, και πιο σημαντικό, η επίθεση των SDF υποστηρίχτηκε με αμερικανικές και ρωσικές αεροπορικές επιδρομές, αν και όχι ταυτόχρονα. “Οι Ρώσοι πραγματοποιούν τώρα τα περισσότερα αεροπορικά πλήγματα εκεί”, ανέφερε ένας εκπρόσωπος των Κούρδων της Συρίας. Με άλλα λόγια, ΗΠΑ και Ρωσία ενεργούν σ'αυτή την περιοχή της Συρίας σαν να έχουν μια de facto στρατιωτική συμμαχία.
Ο μεγάλος χαμένος θα μπορούσε να είναι η Τουρκία, η οποία το 2011 φαινόταν πως είχε την ισχύ να επεκτείνει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή. Η εικόνα της ως μιας οικονομικά ευημερούσας, δημοκρατικής αν και ισλαμικής χώρας ήταν ελκυστική σε πολλούς Άραβες διαδηλωτές που επιζητούσαν να ανατρέψουν τους δικτάτορες. Αλλά ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, γρήγορα κατέστησε σαφές ότι υποστηρίζει την ανάληψη της εξουσίας από σουνίτες Άραβες και ότι τασσόταν κατά των σιιτών, των Κούρδων και της κοσμικής διακυβέρνησης, γεγονός που μοιραία προκάλεσε αντιστάσεις. Αφού πρώτα στήριξε τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, στη συνέχεια η Τουρκία ανέχθηκε ή και βοήθησε το Ισλαμικό Κράτος , την Αλ-Νούσρα και ακραίες ομάδες τζιχαντιστών.
Αυτή η επιλογή ήταν καταστροφική τόσο για τη Συρία όσο και για την Τουρκία. Παρά τα νεο-οθωμανικά όνειρα του Ερντογάν να κάνει την Τουρκία μεγάλη δύναμη στη Μέση Ανατολή, πέτυχε το ακριβώς αντίθετο. Το πώς θα αντιδράσει σ'αυτή την αποτυχία θα φανεί τους επόμενους μήνες καθώς ΗΠΑ και Ρωσία προσπαθούν –με διαφορετικούς τρόπους και υποστηρίζοντας διαφορετικές ομάδες συμμάχων-- να κλείσουν τα σύνορα μεταξύ της βόρειας Συρίας και της Τουρκίας.
Ο πρόεδρος Ερντογάν είτε θα αποδεχθεί τον αποκλεισμό της Τουρκίας από τη βόρεια Συρία ή θα κλιμακώσει τη στρατιωτική ανάμειξη της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένης πιθανώς μιας εισβολής. Βασικοί σχολιαστές στην Τουρκία λένε ότι ήθελε να εισβάλει το περασμένο έτος, αλλά τον συγκράτησαν ανώτατοι Τούρκοι αξιωματικοί του στρατού. Μια πλήρους κλίμακας στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας θα ήταν πιο δύσκολη σήμερα, μετά τη ρωσική στρατιωτική παρέμβαση και την κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού από τουρκικό F-16, στις 24 Νοεμβρίου. Μια τουρκική κίνηση στη βόρεια Συρία θα αντιμετώπιζε την μη έγκριση των ΗΠΑ και την αντίσταση από τους ρωσικούς αεροπορικούς και αντιαεροπορικούς πυραύλους.
Ο πόλεμος στη Συρία και στο Ιράκ αργεί πολύ ακόμη να τελειώσει, αλλά καθώς αναδεικνύονται οι νικητές και οι ηττημένοι οι ευκαιρίες για τοπικές εκεχειρίες και τελικά για κάποιο είδος ειρήνευσης θα γίνονται όλο και πιο εφικτές. Η κυβέρνηση Άσαντ και η αντιπολίτευση μπορεί να μη συμφωνήσουν στη Γενεύη, αλλά οι εξωτερικές δυνάμεις που τους υποστηρίζουν επιθυμούν όλο και περισσότερο να οδηγήσουν τη σύγκρουση σε κάποιο τέλος.
[Πηγή: http://www.counterpunch.org/2016/01/25/winners-and-losers-in-the-syrian-civil-war/]
Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου