Γιάννης Νικολόπουλος
ΜΚΟκρατία, στρατοκρατία, συντηρητική αναδίπλωση του ελληνικού κράτους και η αναβίωση των περιφερειακών προστάτιδων δυνάμεων στη Βαλκανική Χερσόνησο.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Ο παρατεταμένος, ανηλεής και ολοκληρωτικός ιμπεριαλιστικός πόλεμος δι’ αντιπροσώπων στη Συρία έχει οδηγήσει πλήθη προσφύγων πρώτα στο Λίβανο, κατόπιν στην Τουρκία και εν συνεχεία στην Ευρώπη, με ενδιάμεσο σταθμό κυρίως την Ελλάδα –γιατί υπάρχει και η λιγότερο γνωστή διαδρομή της Μαύρης Θάλασσας ή του Καύκασου. Δίπλα σε αυτά τα προσφυγικά κύματα, προστίθενται πληθυσμοί από τα «διαλυμένα και αποτυχημένα» κράτη του Ιράκ, του Πακιστάν, του Αφγανιστάν, της Υεμένης, της Σομαλίας και της Λιβύης, δηλαδή όλα εκείνα τα κράτη και έθνη που ένιωσαν στο πετσί τους την πρώτη και τη δεύτερη φάση των αντιτρομοκρατικών (εντός ή εκτός εισαγωγικών) πολέμων, είτε σε αυτούς πρωταγωνίστησαν οι ΗΠΑ και η Συμμαχία των Προθύμων, είτε η Γαλλία, είτε η Σαουδική Αραβία (περιπτώσεις Υεμένης, Σομαλίας, Συρίας), είτε η Τουρκία και η Ρωσία –υποστηρίζοντας ενεργά το
ΜΚΟκρατία, στρατοκρατία, συντηρητική αναδίπλωση του ελληνικού κράτους και η αναβίωση των περιφερειακών προστάτιδων δυνάμεων στη Βαλκανική Χερσόνησο.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Ο παρατεταμένος, ανηλεής και ολοκληρωτικός ιμπεριαλιστικός πόλεμος δι’ αντιπροσώπων στη Συρία έχει οδηγήσει πλήθη προσφύγων πρώτα στο Λίβανο, κατόπιν στην Τουρκία και εν συνεχεία στην Ευρώπη, με ενδιάμεσο σταθμό κυρίως την Ελλάδα –γιατί υπάρχει και η λιγότερο γνωστή διαδρομή της Μαύρης Θάλασσας ή του Καύκασου. Δίπλα σε αυτά τα προσφυγικά κύματα, προστίθενται πληθυσμοί από τα «διαλυμένα και αποτυχημένα» κράτη του Ιράκ, του Πακιστάν, του Αφγανιστάν, της Υεμένης, της Σομαλίας και της Λιβύης, δηλαδή όλα εκείνα τα κράτη και έθνη που ένιωσαν στο πετσί τους την πρώτη και τη δεύτερη φάση των αντιτρομοκρατικών (εντός ή εκτός εισαγωγικών) πολέμων, είτε σε αυτούς πρωταγωνίστησαν οι ΗΠΑ και η Συμμαχία των Προθύμων, είτε η Γαλλία, είτε η Σαουδική Αραβία (περιπτώσεις Υεμένης, Σομαλίας, Συρίας), είτε η Τουρκία και η Ρωσία –υποστηρίζοντας ενεργά το
καθεστώς Άσαντ.
Αν και η Ευρώπη, κυρίως στα όρια της ΕΕ, είχε γίνει προορισμός προσφυγικών πληθυσμών ήδη την προηγούμενη δεκαετία, πέφτοντας «θύμα» της οικονομικής της επιτυχίας, στο ογκούμενο κύμα προσφυγιάς του τελευταίου έτους πιάστηκε ηθελημένα απροετοίμαστη. Έχοντας παροξύνει τα αντιμεταναστευτικά και ξενοφοβικά αντανακλαστικά των Ευρωπαίων ακόμη και στις θεωρητικά πιο προηγμένες και εύρωστες οικονομίες και κοινωνίες, ως κάπηλο αντίβαρο στη λιτότητα, το ξήλωμα του κοινωνικού κράτους, την εργασιακή αβεβαιότητα και ανασφάλεια, την υπονομευμένη αξιοπιστία των δημοκρατικών θεσμών, η ΕΕ αντιμετώπισε με τον γνωστό, βραδύ και αποσπασματικό τρόπο το προσφυγικό ζήτημα, ακολουθώντας όμως δύο βασικά αξιώματα: πρώτον ότι οι πρόσφυγες είναι κατά βάση ανεπιθύμητοι, οπότε στους δρόμους φυγής τους πρέπει να ανεγερθούν μεγάλα και απαγορευτικά εμπόδια, και δεύτερον ότι το μανιχαϊστικό σχήμα ενός εκτεταμένου και με παγκόσμιες διαστάσεις, άλλοτε θερμού άλλοτε ψυχρού πολέμου των πολιτισμών (η «καλή», «χριστιανική» Δύση - Ευρώπη κόντρα στην «κακή», «μουσουλμανική» Ανατολή - αραβικό κόσμο) τερματίζει ντε φάκτο την «ανοχή», τις πολυπολιτισμικές κοινωνίες, τη διαφορετικότητα και επομένως την ‒έστω και τύποις‒ επί ίσοις όροις συνύπαρξη.
Έτσι, οι υγροί τάφοι στο Αιγαίο και στα ανοιχτά της Ιταλίας ήταν και είναι μέρος της ευρωπαϊκής αντιμεταναστευτικής πολιτικής. Οι φράχτες του ελληνικού Έβρου ή του ισπανικού Μαρόκου από θλιβερή εξαίρεση έχουν γίνει κανόνας των συνοριακών γραμμών από τη Βαλτική έως τη FYROM –ακολουθούν η Βουλγαρία και η Αλβανία. Η στρατιωτικοποίηση της διαχείρισης με γνώμονα την επιβολή της αναχαίτισης που ξεκίνησε σε «χαλαρούς» ρυθμούς με τη Frontex παίρνει κολοσσιαίες διαστάσεις, γεωγραφικού και επιχειρησιακού χαρακτήρα. Πρώτα με τη μετατροπή της Frontex σε μεικτό σώμα ημιστρατιωτικής δομής και στελέχωσης και πεδίο δράσης τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα –μια ακτοφυλακή πολύ κοντά σε ειδικό σώμα πεζοναυτών, κατάσταση την οποία έχει διαμορφώσει ήδη η Τουρκία στα δικά της σύνορα με τη Συρία. Κατόπιν με την εμπλοκή της αρμάδας του ΝΑΤΟ, έπειτα από την ενθουσιώδη πρόσκληση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και τη δισυπόστατη τακτική της Άγκυρας. Συνεχώς με την ίδρυση πρώτα πρόχειρων καταυλισμών εγκλεισμού, μετά πιο μόνιμων, και εν συνεχεία την αναβάθμιση κατ’ αρχάς του Γενικού Επιτελείου Στρατού σε ιδρυτή, διαχειριστή και συντονιστή των χοτ σποτ στην ελληνική επικράτεια, με επικεφαλής τον υποστράτηγο των ειδικών δυνάμεων Κωνσταντίνο Φλώρο. Εδώ ακολουθείται πιστά το άθλιο και απάνθρωπο πρότυπο των τεράστιων στρατοπέδων συγκέντρωσης που έζησε τελευταία φορά η Ευρώπη στους διαδοχικούς πολέμους στη Γιουγκοσλαβία και κυρίως στο Κόσοβο, και η Αφρική στις αλλεπάλληλες συρράξεις, π.χ. στο Κονγκό ή τη γενοκτονία στη Ρουάντα.
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η αέναη παράταση της κατάστασης (μόνιμης) έκτακτης ανάγκης στη Γαλλία, έπειτα από τα τρομοκρατικά χτυπήματα του Νοεμβρίου. Παρά τις δημόσιες δηλώσεις ότι ο ισλαμικός φονταμενταλισμός δεν πρέπει να συγχέεται και να ταυτίζεται με τους οδοιπόρους της προσφυγιάς, η εφαρμοσμένη πρακτική των ευρωπαϊκών δυνάμεων κατατείνει σαφώς σε αυτήν τη σύγχυση και την ταύτιση.
Η στρατοκρατική αντίληψη απέναντι στους πρόσφυγες επισημοποιήθηκε και στις τελευταίες Συνόδους Κορυφής και στο κοινό ανακοινωθέν των Ελλήνων πολιτικών αρχηγών. Η Ελλάδα αναλαμβάνει να φυλάξει (και) τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, στον θαλάσσιο χώρο, φροντίζοντας ταυτόχρονα να τερματιστεί η ύπαρξη του λεγόμενου βαλκανικού διαδρόμου, στον χερσαίο χώρο, και υιοθετώντας ρόλο στρατονόμου-επιτηρητή των προσφυγικών πληθυσμών από κοινού ή εκ παραλλήλου με την Τουρκία –κάτω και από την υψηλή εποπτεία του ΝΑΤΟ. Υπ’ αυτό το πρίσμα, ο προσχηματικός καβγάς για το αν ο Τσίπρας κατάλαβε τι περιλάμβανε η απόφαση της Συνόδου Κορυφής και αν συμφώνησε στο κλείσιμο του βαλκανικού διαδρόμου προσπαθεί ανεπιτυχώς να μετατοπίσει την ουσία της κουβέντας. Και η ουσία έγκειται στο γεγονός ότι με μνημονιακή συναίνεση η Ελλάδα επωμίζεται το ρόλο του «κακού μπάτσου» στην περιοχή.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα, ακολουθώντας ή μάλλον ξεπερνώντας ακόμη και τον λεγόμενο σκληρό πυρήνα της Ευρώπης, τάσσεται υπέρ του απαράδεκτου και παράνομου κατά τα διεθνή κρατούντα διαχωρισμού μεταξύ «καλών» προσφύγων και «κακών» οικονομικών μεταναστών, δεσμευόμενη ότι και οι μεν και οι δε έως ότου ξεκινήσουν οι διαδικασίες διαλογής τους θα παραμείνουν έγκλειστοι και αποκλεισμένοι στα χοτ σποτ, τα οποία παύουν να είναι προσπελάσιμα στους ανθρώπους για παράδειγμα του Τύπου και συνεπώς στην κοινή γνώμη. Ως αντάλλαγμα για τα παραπάνω, η μνημονιακή πολιτική ηγεσία του τόπου ζητά την καθιέρωση της Αθήνας ή ενδεχομένως του Πειραιά ως έδρας της νέας στρατοκρατικής Frontex. Το υπονοούμενο είναι οφθαλμοφανές: η επίσημη Ελλάδα, η Ελλάδα της μνημονιακής συναίνεσης, θέλει το ρόλο του στρατοχωροφύλακα της Μεσογείου και των Βαλκανίων, τάζοντας θέσεις εργασίας, ένστολες και πολιτικές, διοικητικές και επιχειρησιακές, στους άνεργους της χώρας. Λίγο-πολύ ό,τι ισχύει μέχρι σήμερα για το κράτος όπου εδρεύει η Frontex, την Πολωνία, η οποία διαθέτει και τη μερίδα του λέοντος στο στελεχικό δυναμικό της.
Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να συμπεριληφθεί η εναγώνια προσπάθεια της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η οποία τρέχει πίσω από τις εξελίξεις, πιστή στο ευρωπαϊκό πρότυπο της ηθελημένης προχειρότητας, να καλύψει θέσεις εργασίας στα χοτ σποτ, μέσω των προγραμμάτων κοινωφελούς εργασίας του υπουργείου Εργασίας και των ΟΤΑ α'βαθμού, με συμβάσεις πεντάμηνης ή οκτάμηνης διάρκειας. Από τη στιγμή που δεν καταγγέλλεται και δεν τερματίζεται ο ασφυκτικός ζουρλομανδύας της λιτότητας, η συγκυβέρνηση αποπειράται να επανδρώσει τα χοτ σποτ καταφεύγοντας σε αλχημείες ανεύρεσης πόρων και ανθρώπινου δυναμικού ενώ διόλου τυχαία προτεραιότητα δίνεται σε προσωπικό φύλαξης και όχι σε προσωπικό καθαριότητας, υγειονομικής κάλυψης ή κοινωνικούς λειτουργούς. Οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονται σαν εν δυνάμει εγκληματίες και απόβλητοι, χωρίς δικαιώματα και διασφαλίσεις, περιορισμένοι και κρατούμενοι για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα στα χοτ σποτ, τις νέες Αμυγδαλέζες.
Την ίδια στιγμή, παραμένει μια διαρκής και κρίσιμη εκκρεμότητα. Από το περασμένο καλοκαίρι και ενώ οι αριθμοί των προσφύγων που κατέφταναν στα νησιά του Αιγαίου αυξάνονταν συνεχώς, προέκυψαν και οι διάφορες ΜΚΟ, άλλες περισσότερο γνωστές, ικανές και προβεβλημένες, και άλλες ουρανοκατέβατες. Με αφορμή μάλιστα την κατάσταση που διαμορφώθηκε στη Λέσβο, όπου βρέθηκαν να δραστηριοποιούνται 72 ΜΚΟ σε διάστημα λίγων μηνών, πολλές εξ αυτών χωρίς πιστοποίηση, χωρίς διαπιστευτήρια προηγούμενης δράσης, χωρίς «προϋπηρεσία», η συγκυβέρνηση είχε, υποτίθεται, δρομολογήσει μέσω της ΕΛ.ΑΣ. και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης την καταγραφή και τη συμπερίληψή τους σε μητρώα εθελοντικών οργανώσεων, τα οποία ακόμη δεν έχουν καταρτιστεί. Το θέμα δεν είναι καθόλου ασήμαντο και αμελητέο. ΟΙ ΜΚΟ οι οποίες βρίσκονται και δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα διεκδικούν γενναίο κομμάτι από τα ευρωπαϊκά κονδύλια τα οποία προορίζονται, στα χαρτιά, για την ανακούφιση και τη στήριξη των προσφύγων και εκπορεύονται από τον επίτροπο Ανθρωπιστικής Βοήθειας και Διαχείρισης Κρίσεων, Κύπριο Χρήστο Στυλιανίδη. Εξάλλου αυτό ήταν και το μήνυμα της Κομισιόν πριν από λίγες εβδομάδες, όταν διαπιστώνονταν οι καθυστερήσεις και οι παλινωδίες του ευρύτερου ελληνικού κρατικού μηχανισμού, ο οποίος σημειωτέον ήδη από την εποχή της κυβέρνησης Αντώνη Σαμαρά δεν έχει εκταμιεύσει περίπου 136 εκατομμύρια ευρώ, που λιμνάζουν στα ευρωπαϊκά ταμεία, για το ίδιο θέμα. Έτσι η Κομισιόν έχει προαναγγείλει ότι τα κονδύλια από τούδε και στο εξής θα κατανέμονται απευθείας στις ΜΚΟ που θα βρίσκονται στο «πεδίο» της προσφυγικής κρίσης.
Το ζήτημα φαίνεται ότι απασχόλησε ιδιαιτέρως και τον ίδιο τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα στη συνάντησή του με τον Χρήστο Στυλιανίδη. Η αποστροφή Τσίπρα ότι «η Ελλάδα μπορεί να φτιάχνει 10.000 θέσεις μεταναστών, κάτι που καμιά ΜΚΟ δεν καταφέρνει» υπονοεί ότι υπάρχει ένας υπόγειος «πόλεμος» για τα ευρωπαϊκά κονδύλια ανάμεσα σε ΜΚΟ με προσβάσεις στους διαδρόμους και τα λόμπι των Βρυξελλών και το επίσημο ελληνικό κράτος, που επιδιώκει να αποσπάσει πια και παρά τις καθυστερήσεις το σύνολο των κονδυλίων. Ο πρωθυπουργός όμως οφείλει να εξηγήσει δημόσια: Πώς «φτιάχνει» η Ελλάδα 10.000 θέσεις σε χοτ σποτ ή άλλες δομές για τους πρόσφυγες; Η... ταχύτητα που αίφνης παρατηρείται είναι δυσεξήγητη.
Αξίζει πάντως να τονιστούν τα ακόλουθα: Πρώτον, ότι το θεσμικό πλαίσιο πλέον δίνει τη δυνατότητα στους συναρμόδιους υπουργούς (Άμυνας, Μετανάστευσης, Δημόσιας Τάξης) να καταφεύγουν στο αγαπημένο σπορ της εκτελεστικής εξουσίας, τις απευθείας αναθέσεις έργου, χωρίς διαγωνιστικές διαδικασίες και όρους δημοσιότητας και διαφάνειας (βλέπε «Διαύγεια») με οτιδήποτε αυτό συνεπάγεται για το ποιοι είναι οι τελικοί ανάδοχοι (εθνικοί και μη) εργολάβοι και για πιθανές και πολλαπλές υπερκοστολογήσεις. Με απλά λόγια, με πρόσχημα τις «επείγουσες ανάγκες» στήνεται ένα οικονομικό πάρτι συμφερόντων στην πλάτη της προσφυγιάς. Δεύτερον ότι το ΓΕΣ προφανώς προσδοκά και αυτό μερίδα από τα ευρωπαϊκά κονδύλια, καθώς αφενός βάζει τους περισσότερους χώρους-στρατόπεδα και αφετέρου χρησιμοποιεί τους δικούς τους μηχανισμούς κινητοποίησης πόρων, μέσων και στρατιωτών. Τρίτον και ίσως σημαντικότερο, ότι από το περασμένο καλοκαίρι η αρμόδια Διαχειριστική Αρχή που συνεστήθη στο υπουργείο Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και υπάγεται στον αναπληρωτή υπουργό Μετανάστευσης, με επικεφαλής τον εκάστοτε γενικό γραμματέα του υπουργείου, ακόμη δεν έχει συγκροτηθεί σε σώμα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποκτήσει αυθύπαρκτο ρόλο και έργο. Με αυτή την οργανωμένη ανοργανωσιά, οι πρόσφυγες παραμένουν «ύλη» κατ’ αρχάς του υπουργείου Δημόσιας Τάξης και πλέον και του Άμυνας, παροξύνοντας τις συνδηλώσεις για ζήτημα καταρχήν εθνικής ασφάλειας και όχι ανθρωπιστικής κρίσης και μέριμνας.
Τέλος, αξίζει να παρατηρηθεί η τάση παλιών, «ένδοξων» περιφερειακών προστάτιδων δυνάμεων, που με αφορμή και τη (σχεδόν) απόφαση της Συνόδου Κορυφής έσπευσαν να υπενθυμίσουν τα γεωστρατηγικά τους ενδιαφέροντα-συμφέροντα στη Βαλκανική. Η Ιταλία «θυμήθηκε» ότι η Αλβανία είναι χώρος δικού της ενδιαφέροντος και αναβίωσε την μακρά χείρα του φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι, προφανώς και έπειτα από σχετική πρόσκληση της κυβέρνησης Ράμα. Η ιταλική Καραμπινερία επανδρώνει τα φυλάκια στα ελληνοαλβανικά σύνορα, μεταφέροντας αντιπροσφυγική τεχνογνωσία. Παράλληλα, η Αυστρία επανέρχεται αδιόρατα στις εποχές της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, επαναπροσδιορίζοντας τον γεωστρατηγικό της ρόλο και το ενδιαφέρον από την Ουγγαρία έως την Κροατία –κατά σύμπτωση (;) στα όρια χονδρικά της πάλαι ποτέ Αυστροουγγαρίας. Ο βαλκανικός διάδρομος μπορεί να είναι κλειστός για τους κατατρεγμένους και τους αδύναμους, αλλά ταυτόχρονα ανοίγει ένας άλλος βαλκανικός διάδρομος για να περάσουν οι μεγάλες και μικρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της εποχής μας.
Αν και η Ευρώπη, κυρίως στα όρια της ΕΕ, είχε γίνει προορισμός προσφυγικών πληθυσμών ήδη την προηγούμενη δεκαετία, πέφτοντας «θύμα» της οικονομικής της επιτυχίας, στο ογκούμενο κύμα προσφυγιάς του τελευταίου έτους πιάστηκε ηθελημένα απροετοίμαστη. Έχοντας παροξύνει τα αντιμεταναστευτικά και ξενοφοβικά αντανακλαστικά των Ευρωπαίων ακόμη και στις θεωρητικά πιο προηγμένες και εύρωστες οικονομίες και κοινωνίες, ως κάπηλο αντίβαρο στη λιτότητα, το ξήλωμα του κοινωνικού κράτους, την εργασιακή αβεβαιότητα και ανασφάλεια, την υπονομευμένη αξιοπιστία των δημοκρατικών θεσμών, η ΕΕ αντιμετώπισε με τον γνωστό, βραδύ και αποσπασματικό τρόπο το προσφυγικό ζήτημα, ακολουθώντας όμως δύο βασικά αξιώματα: πρώτον ότι οι πρόσφυγες είναι κατά βάση ανεπιθύμητοι, οπότε στους δρόμους φυγής τους πρέπει να ανεγερθούν μεγάλα και απαγορευτικά εμπόδια, και δεύτερον ότι το μανιχαϊστικό σχήμα ενός εκτεταμένου και με παγκόσμιες διαστάσεις, άλλοτε θερμού άλλοτε ψυχρού πολέμου των πολιτισμών (η «καλή», «χριστιανική» Δύση - Ευρώπη κόντρα στην «κακή», «μουσουλμανική» Ανατολή - αραβικό κόσμο) τερματίζει ντε φάκτο την «ανοχή», τις πολυπολιτισμικές κοινωνίες, τη διαφορετικότητα και επομένως την ‒έστω και τύποις‒ επί ίσοις όροις συνύπαρξη.
Έτσι, οι υγροί τάφοι στο Αιγαίο και στα ανοιχτά της Ιταλίας ήταν και είναι μέρος της ευρωπαϊκής αντιμεταναστευτικής πολιτικής. Οι φράχτες του ελληνικού Έβρου ή του ισπανικού Μαρόκου από θλιβερή εξαίρεση έχουν γίνει κανόνας των συνοριακών γραμμών από τη Βαλτική έως τη FYROM –ακολουθούν η Βουλγαρία και η Αλβανία. Η στρατιωτικοποίηση της διαχείρισης με γνώμονα την επιβολή της αναχαίτισης που ξεκίνησε σε «χαλαρούς» ρυθμούς με τη Frontex παίρνει κολοσσιαίες διαστάσεις, γεωγραφικού και επιχειρησιακού χαρακτήρα. Πρώτα με τη μετατροπή της Frontex σε μεικτό σώμα ημιστρατιωτικής δομής και στελέχωσης και πεδίο δράσης τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα –μια ακτοφυλακή πολύ κοντά σε ειδικό σώμα πεζοναυτών, κατάσταση την οποία έχει διαμορφώσει ήδη η Τουρκία στα δικά της σύνορα με τη Συρία. Κατόπιν με την εμπλοκή της αρμάδας του ΝΑΤΟ, έπειτα από την ενθουσιώδη πρόσκληση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και τη δισυπόστατη τακτική της Άγκυρας. Συνεχώς με την ίδρυση πρώτα πρόχειρων καταυλισμών εγκλεισμού, μετά πιο μόνιμων, και εν συνεχεία την αναβάθμιση κατ’ αρχάς του Γενικού Επιτελείου Στρατού σε ιδρυτή, διαχειριστή και συντονιστή των χοτ σποτ στην ελληνική επικράτεια, με επικεφαλής τον υποστράτηγο των ειδικών δυνάμεων Κωνσταντίνο Φλώρο. Εδώ ακολουθείται πιστά το άθλιο και απάνθρωπο πρότυπο των τεράστιων στρατοπέδων συγκέντρωσης που έζησε τελευταία φορά η Ευρώπη στους διαδοχικούς πολέμους στη Γιουγκοσλαβία και κυρίως στο Κόσοβο, και η Αφρική στις αλλεπάλληλες συρράξεις, π.χ. στο Κονγκό ή τη γενοκτονία στη Ρουάντα.
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η αέναη παράταση της κατάστασης (μόνιμης) έκτακτης ανάγκης στη Γαλλία, έπειτα από τα τρομοκρατικά χτυπήματα του Νοεμβρίου. Παρά τις δημόσιες δηλώσεις ότι ο ισλαμικός φονταμενταλισμός δεν πρέπει να συγχέεται και να ταυτίζεται με τους οδοιπόρους της προσφυγιάς, η εφαρμοσμένη πρακτική των ευρωπαϊκών δυνάμεων κατατείνει σαφώς σε αυτήν τη σύγχυση και την ταύτιση.
Η στρατοκρατική αντίληψη απέναντι στους πρόσφυγες επισημοποιήθηκε και στις τελευταίες Συνόδους Κορυφής και στο κοινό ανακοινωθέν των Ελλήνων πολιτικών αρχηγών. Η Ελλάδα αναλαμβάνει να φυλάξει (και) τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, στον θαλάσσιο χώρο, φροντίζοντας ταυτόχρονα να τερματιστεί η ύπαρξη του λεγόμενου βαλκανικού διαδρόμου, στον χερσαίο χώρο, και υιοθετώντας ρόλο στρατονόμου-επιτηρητή των προσφυγικών πληθυσμών από κοινού ή εκ παραλλήλου με την Τουρκία –κάτω και από την υψηλή εποπτεία του ΝΑΤΟ. Υπ’ αυτό το πρίσμα, ο προσχηματικός καβγάς για το αν ο Τσίπρας κατάλαβε τι περιλάμβανε η απόφαση της Συνόδου Κορυφής και αν συμφώνησε στο κλείσιμο του βαλκανικού διαδρόμου προσπαθεί ανεπιτυχώς να μετατοπίσει την ουσία της κουβέντας. Και η ουσία έγκειται στο γεγονός ότι με μνημονιακή συναίνεση η Ελλάδα επωμίζεται το ρόλο του «κακού μπάτσου» στην περιοχή.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα, ακολουθώντας ή μάλλον ξεπερνώντας ακόμη και τον λεγόμενο σκληρό πυρήνα της Ευρώπης, τάσσεται υπέρ του απαράδεκτου και παράνομου κατά τα διεθνή κρατούντα διαχωρισμού μεταξύ «καλών» προσφύγων και «κακών» οικονομικών μεταναστών, δεσμευόμενη ότι και οι μεν και οι δε έως ότου ξεκινήσουν οι διαδικασίες διαλογής τους θα παραμείνουν έγκλειστοι και αποκλεισμένοι στα χοτ σποτ, τα οποία παύουν να είναι προσπελάσιμα στους ανθρώπους για παράδειγμα του Τύπου και συνεπώς στην κοινή γνώμη. Ως αντάλλαγμα για τα παραπάνω, η μνημονιακή πολιτική ηγεσία του τόπου ζητά την καθιέρωση της Αθήνας ή ενδεχομένως του Πειραιά ως έδρας της νέας στρατοκρατικής Frontex. Το υπονοούμενο είναι οφθαλμοφανές: η επίσημη Ελλάδα, η Ελλάδα της μνημονιακής συναίνεσης, θέλει το ρόλο του στρατοχωροφύλακα της Μεσογείου και των Βαλκανίων, τάζοντας θέσεις εργασίας, ένστολες και πολιτικές, διοικητικές και επιχειρησιακές, στους άνεργους της χώρας. Λίγο-πολύ ό,τι ισχύει μέχρι σήμερα για το κράτος όπου εδρεύει η Frontex, την Πολωνία, η οποία διαθέτει και τη μερίδα του λέοντος στο στελεχικό δυναμικό της.
Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να συμπεριληφθεί η εναγώνια προσπάθεια της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η οποία τρέχει πίσω από τις εξελίξεις, πιστή στο ευρωπαϊκό πρότυπο της ηθελημένης προχειρότητας, να καλύψει θέσεις εργασίας στα χοτ σποτ, μέσω των προγραμμάτων κοινωφελούς εργασίας του υπουργείου Εργασίας και των ΟΤΑ α'βαθμού, με συμβάσεις πεντάμηνης ή οκτάμηνης διάρκειας. Από τη στιγμή που δεν καταγγέλλεται και δεν τερματίζεται ο ασφυκτικός ζουρλομανδύας της λιτότητας, η συγκυβέρνηση αποπειράται να επανδρώσει τα χοτ σποτ καταφεύγοντας σε αλχημείες ανεύρεσης πόρων και ανθρώπινου δυναμικού ενώ διόλου τυχαία προτεραιότητα δίνεται σε προσωπικό φύλαξης και όχι σε προσωπικό καθαριότητας, υγειονομικής κάλυψης ή κοινωνικούς λειτουργούς. Οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονται σαν εν δυνάμει εγκληματίες και απόβλητοι, χωρίς δικαιώματα και διασφαλίσεις, περιορισμένοι και κρατούμενοι για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα στα χοτ σποτ, τις νέες Αμυγδαλέζες.
Την ίδια στιγμή, παραμένει μια διαρκής και κρίσιμη εκκρεμότητα. Από το περασμένο καλοκαίρι και ενώ οι αριθμοί των προσφύγων που κατέφταναν στα νησιά του Αιγαίου αυξάνονταν συνεχώς, προέκυψαν και οι διάφορες ΜΚΟ, άλλες περισσότερο γνωστές, ικανές και προβεβλημένες, και άλλες ουρανοκατέβατες. Με αφορμή μάλιστα την κατάσταση που διαμορφώθηκε στη Λέσβο, όπου βρέθηκαν να δραστηριοποιούνται 72 ΜΚΟ σε διάστημα λίγων μηνών, πολλές εξ αυτών χωρίς πιστοποίηση, χωρίς διαπιστευτήρια προηγούμενης δράσης, χωρίς «προϋπηρεσία», η συγκυβέρνηση είχε, υποτίθεται, δρομολογήσει μέσω της ΕΛ.ΑΣ. και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης την καταγραφή και τη συμπερίληψή τους σε μητρώα εθελοντικών οργανώσεων, τα οποία ακόμη δεν έχουν καταρτιστεί. Το θέμα δεν είναι καθόλου ασήμαντο και αμελητέο. ΟΙ ΜΚΟ οι οποίες βρίσκονται και δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα διεκδικούν γενναίο κομμάτι από τα ευρωπαϊκά κονδύλια τα οποία προορίζονται, στα χαρτιά, για την ανακούφιση και τη στήριξη των προσφύγων και εκπορεύονται από τον επίτροπο Ανθρωπιστικής Βοήθειας και Διαχείρισης Κρίσεων, Κύπριο Χρήστο Στυλιανίδη. Εξάλλου αυτό ήταν και το μήνυμα της Κομισιόν πριν από λίγες εβδομάδες, όταν διαπιστώνονταν οι καθυστερήσεις και οι παλινωδίες του ευρύτερου ελληνικού κρατικού μηχανισμού, ο οποίος σημειωτέον ήδη από την εποχή της κυβέρνησης Αντώνη Σαμαρά δεν έχει εκταμιεύσει περίπου 136 εκατομμύρια ευρώ, που λιμνάζουν στα ευρωπαϊκά ταμεία, για το ίδιο θέμα. Έτσι η Κομισιόν έχει προαναγγείλει ότι τα κονδύλια από τούδε και στο εξής θα κατανέμονται απευθείας στις ΜΚΟ που θα βρίσκονται στο «πεδίο» της προσφυγικής κρίσης.
Το ζήτημα φαίνεται ότι απασχόλησε ιδιαιτέρως και τον ίδιο τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα στη συνάντησή του με τον Χρήστο Στυλιανίδη. Η αποστροφή Τσίπρα ότι «η Ελλάδα μπορεί να φτιάχνει 10.000 θέσεις μεταναστών, κάτι που καμιά ΜΚΟ δεν καταφέρνει» υπονοεί ότι υπάρχει ένας υπόγειος «πόλεμος» για τα ευρωπαϊκά κονδύλια ανάμεσα σε ΜΚΟ με προσβάσεις στους διαδρόμους και τα λόμπι των Βρυξελλών και το επίσημο ελληνικό κράτος, που επιδιώκει να αποσπάσει πια και παρά τις καθυστερήσεις το σύνολο των κονδυλίων. Ο πρωθυπουργός όμως οφείλει να εξηγήσει δημόσια: Πώς «φτιάχνει» η Ελλάδα 10.000 θέσεις σε χοτ σποτ ή άλλες δομές για τους πρόσφυγες; Η... ταχύτητα που αίφνης παρατηρείται είναι δυσεξήγητη.
Αξίζει πάντως να τονιστούν τα ακόλουθα: Πρώτον, ότι το θεσμικό πλαίσιο πλέον δίνει τη δυνατότητα στους συναρμόδιους υπουργούς (Άμυνας, Μετανάστευσης, Δημόσιας Τάξης) να καταφεύγουν στο αγαπημένο σπορ της εκτελεστικής εξουσίας, τις απευθείας αναθέσεις έργου, χωρίς διαγωνιστικές διαδικασίες και όρους δημοσιότητας και διαφάνειας (βλέπε «Διαύγεια») με οτιδήποτε αυτό συνεπάγεται για το ποιοι είναι οι τελικοί ανάδοχοι (εθνικοί και μη) εργολάβοι και για πιθανές και πολλαπλές υπερκοστολογήσεις. Με απλά λόγια, με πρόσχημα τις «επείγουσες ανάγκες» στήνεται ένα οικονομικό πάρτι συμφερόντων στην πλάτη της προσφυγιάς. Δεύτερον ότι το ΓΕΣ προφανώς προσδοκά και αυτό μερίδα από τα ευρωπαϊκά κονδύλια, καθώς αφενός βάζει τους περισσότερους χώρους-στρατόπεδα και αφετέρου χρησιμοποιεί τους δικούς τους μηχανισμούς κινητοποίησης πόρων, μέσων και στρατιωτών. Τρίτον και ίσως σημαντικότερο, ότι από το περασμένο καλοκαίρι η αρμόδια Διαχειριστική Αρχή που συνεστήθη στο υπουργείο Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και υπάγεται στον αναπληρωτή υπουργό Μετανάστευσης, με επικεφαλής τον εκάστοτε γενικό γραμματέα του υπουργείου, ακόμη δεν έχει συγκροτηθεί σε σώμα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποκτήσει αυθύπαρκτο ρόλο και έργο. Με αυτή την οργανωμένη ανοργανωσιά, οι πρόσφυγες παραμένουν «ύλη» κατ’ αρχάς του υπουργείου Δημόσιας Τάξης και πλέον και του Άμυνας, παροξύνοντας τις συνδηλώσεις για ζήτημα καταρχήν εθνικής ασφάλειας και όχι ανθρωπιστικής κρίσης και μέριμνας.
Τέλος, αξίζει να παρατηρηθεί η τάση παλιών, «ένδοξων» περιφερειακών προστάτιδων δυνάμεων, που με αφορμή και τη (σχεδόν) απόφαση της Συνόδου Κορυφής έσπευσαν να υπενθυμίσουν τα γεωστρατηγικά τους ενδιαφέροντα-συμφέροντα στη Βαλκανική. Η Ιταλία «θυμήθηκε» ότι η Αλβανία είναι χώρος δικού της ενδιαφέροντος και αναβίωσε την μακρά χείρα του φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι, προφανώς και έπειτα από σχετική πρόσκληση της κυβέρνησης Ράμα. Η ιταλική Καραμπινερία επανδρώνει τα φυλάκια στα ελληνοαλβανικά σύνορα, μεταφέροντας αντιπροσφυγική τεχνογνωσία. Παράλληλα, η Αυστρία επανέρχεται αδιόρατα στις εποχές της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, επαναπροσδιορίζοντας τον γεωστρατηγικό της ρόλο και το ενδιαφέρον από την Ουγγαρία έως την Κροατία –κατά σύμπτωση (;) στα όρια χονδρικά της πάλαι ποτέ Αυστροουγγαρίας. Ο βαλκανικός διάδρομος μπορεί να είναι κλειστός για τους κατατρεγμένους και τους αδύναμους, αλλά ταυτόχρονα ανοίγει ένας άλλος βαλκανικός διάδρομος για να περάσουν οι μεγάλες και μικρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της εποχής μας.