8 Απρίλη του 1896 ξεκινάει στο Λαύριο μία από τις σημαντικότερες απεργίες στην ιστορία του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα. Με αφορμή τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν την ταραγμένη εκείνη περίοδο παραθέτουμε ένα μικρό αφιέρωμα στις εργατικές εξεγέρσεις του Λαυρίου, με σκοπό να αναδείξουμε την μαχητικότητα και την αποφασιστικότητα των εργατών της εποχής.
Μεταλλεία
Τα μεταλλεία στην περιοχή του Λαυρίου είναι από τα αρχαιότερα μεταλλεία στον Ελλαδικό χώρο. Η μεταλλευτική δραστηριότητα σε αυτά χρονολογείται από το 3.000 π.Χ., (ίχνη εξορύξεως χαλκού στην περιοχή Θορικού) αλλά η συστηματική εκμετάλλευσή τους αρχίζει με τη γέννηση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας το 508 π.Χ. Τα μεταλλεία του Λαυρίου υπήρξαν η κύρια πηγή πλούτου της Αθήνας κατά την κλασική εποχή (5ος και 4ος π.Χ. αιώνας).
Κατά τα νεώτερα χρόνια τα μεταλλεία σε αδράνεια μέχρι το 19ο αιώνα μ.Χ. Το 1860 ο Ανδρέας Κορδέλλας (1836 - 1909), μεταλλειολόγος γεννημένος στη Σμύρνη με σπουδές στη Γερμανία επισκέπτεται την περιοχή και διαβλέπει σημαντική οικονομική προοπτική με την ανάτηξη των σκωριών και την επεξεργασία των εκβολάδων. Έρχεται σε επαφή με τον Τζιανμπατίστα Σερπιέρι (1832-1897), Ιταλό επιχειρηματία, του οποίου η οικογένεια ήδη ασχολείτο με παρόμοιες εργασίες εκμετάλλευσης σκωρίας ρωμαϊκής εποχής ορυχείων στο Κάλιαρι της Σαρδηνίας. Ο Σερπιέρι διαβλέπει επίσης την οικονομική δυνατότητα που του προσφέρει το Λαύριο και, το 1864, ιδρύει την εταιρεία "Roux - Serpieri - Fressynet C.E." (ή "Hilarion Roux et Cie") εν μέρει με δικά του κεφάλαια αλλά και με συμμετοχή του γαλλικού (έδρα στη Μασσαλία) τραπεζικού οίκου "I. Roux-Fressynet". Η εταιρεία διατηρείται μέχρι το 1873, έχοντας μετονομαστεί σε "Ελληνική Εταιρεία των Μεταλλουργείων Λαυρίου", κατασκευάζοντας εγκαταστάσεις στο λιμένα του Λαυρίου, στη θέση "Εργαστηριάκια"και αναλαμβάνει την παραγωγή αργυρούχου μολύβδου από τις σκωρίες. Το 1865 διαθέτει 18 καμίνους, εγκαταστάσεις μεταλλοπλυσίας, μηχανουργείο και σιδηρόδρομο, απασχολώντας, το 1867, 1.200 εργαζόμενους, τεράστιο αριθμό για την εποχή.
Το 1869 ανακύπτει το Λαυρεωτικό ζητημα , καθώς η εταιρεία διεκδικεί από το ελληνικό κράτος τις αρχαίες εκβολάδες, με αποτέλεσμα τη σύγκρουσή της με αυτό. Η λύση στο ζήτημα που προέκυψε ήταν, μετά από διαπραγματεύσεις, να δημιουργηθούν δύο εταιρείες: Η Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου (ελληνική) και η "Μεταλλεία Καμάριζας" (1873). Το 1876 η δεύτερη παραχωρεί τη θέση της στην γαλλική εταιρεία "C.F.M.L.", την οποία ιδρύει και πάλι ο Σερπιέρι και κατασκευάζει νέο εργοστάσιο στη θέση "Κυπριανός".
Η εταιρεία αυτή θα επιζήσει μέχρι το 1877 και το Λαύριο ακολουθεί έκτοτε την πορεία των δύο νέων εταιρειών: Οικίες και καταστήματα ανήκαν στις εταιρείες, που έχουν αναλάβει και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των εργαζομένων, την κατασκευή σχολείων, ναών, λιμενικών εγκαταστάσεων. Το 1880 εμφανίζεται η πρώτη σοβαρή κρίση: Οι τιμές του μολύβδου πέφτουν διεθνώς και οι εταιρείες αντιμετωπίζουν οικονομική κρίση. Το βασικό πλήγμα και στις δύο το επέφερε ο Ά Παγκόσμιος Πόλεμος. Η εταιρεία, ωστόσο, αναγκάστηκε να διακόψει τις δραστηριότητές της το 1982, ως συνέπεια της αποβιομηχάνισης που επεκτάθηκε σε όλη τη χώρα τη δεκαετία του '80. Τότε δημιουργήθηκε στη θέση της η κρατική εταιρεία ΕΜΜΕΛ η οποία λειτούργησε έως το 1992. Οι περισσότερες μονάδες διέκοψαν τη λειτουργία τους και περισσότερο από το 20% των κατοίκων της πόλης, έχοντας πληγεί από την ανεργία, την εγκαταλείπουν. Το 1994 το εργοστάσιο της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου στον Κυπριανό αγοράστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού, κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο και παραχωρήθηκε στο ΕΜΠ το οποίο δημιούργησε εκεί τοΤεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου.
Η απεργία του 1896
Στις 8 Απρίλη του 1896 οι εργαζόμενοι στα μεταλλωρυχεία της Καμάριζας – ιδιοκτησίας της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων, ζητούν την υλοποίηση των αιτημάτων τους τα οποία αφορούν τα εξής: κατάργηση των εργολάβων ως ενδιάμεσων μισθωτών, πληρωμή των εργατών κατ” ευθείαν απ” την εταιρεία, αύξηση του μεροκάματου σε 3,5 δραχμές (ήταν 2,5), δημιουργία νοσοκομείου ή φαρμακείου στην Καμάριζα, διάθεση σούστας στους εργάτες για τη μεταφορά των τραυματιών στο νοσοκομείο του Θορικού, καθώς μεταφερόμενοι με το κάρο πέθαιναν στη διαδρομή. Εκτός απ” τα παραπάνω, οι εργάτες ζητούσαν απ΄ την εταιρεία να μένουν σε σπίτια, διότι μέχρι τότε κατοικούσαν σε σπήλαια ή σε αυτοσχέδιες καλύβες. Οι συνθήκες εργασίας ήταν πράγματι εφιαλτικές. Οι μεταλλωρύχοι έπεφταν συχνά θύματα εργατικών ατυχημάτων. Σε έκθεση κυβερνητικού υπευθύνου αναφερόταν πως μόνο το 1892 υπήρξαν 36 θανατηφόρα ατυχήματα (Γεώργιος Αναστασόπουλος, ό.π., τ. Β΄ σ. 695), άρα τρία ανά μήνα. Όπως γράφει ο Γιάννης Κορδάτος (ό.π., σ. 35), η εταιρία “είχε φτιάσει το δεύτερο πάτωμα της Καμάριζας πλάι στη μηχανή, μια μαρμαρένια κάμαρα, κι εκεί κρύβονταν τα πτώματα των σκοτωμένων από τα φουρνέλα και τα βουλιμέντα. Τη νύχτα ο καροτσέρης Κάλιος Μάνθος, από τους σπιτικούς του Σερπιέρη, μαζί με άλλους πιστούς της Εταιρείας βγάζανε κρυφά τα πτώματα και τα πήγαιναν και τα παράχωναν στα πεύκα του Άη Κωνσταντίνου”.
Η εταιρεία αρνείται να συναντήσει την απεργιακή επιτροπή των εργατών. Δεν περιορίζεται, όμως μόνο σε αυτό, καθώς προχωράει σε εκφοβισμό των εργαζομένων ανοίγοντας πυρ κατά της επιτροπής. Οι φύλακες σκοτώνουν δύο εργάτες( Καραφλιάς και Βασιλακόπουλος), προκαλώντας την σφοδρή αντίδραση των υπολοίπων. Με πέτρες, ξύλα και μεταλλεύματα οι απεργοί επιτίθενται στους φύλακες, ανατινάζουν τις αποθήκες και τα γραφεία, και αφοπλίζουν τους αστυνομικούς, οι οποίοι είχαν μεταβεί ως κρατικοί φορείς καταστολής της απεργίας. Η «Εφημερίς» του Κορομηλά γράφει: «Οι χωροφύλακες πυροβολούσι εις τον αέρα, οι εργάται αντιπυροβολούσι, ακούοντας ύβρεις, φωναί, κραυγαί, πίπτουσιν βροχηδόν λίθοι, συνεχίζονται οι πυροβολισμοί και η Καμάριζα φαίνεται ως εις εμπόλεμον κατάστασιν. Ακολουθεί η ανατίναξη των αποθηκών της δυναμίτιδος και του πετρελαίου. Οι κ. Σερπιέρης, οι μηχανικοί Ραμπού και Σπανζεράλ, καθ’ ων υπήρχε μήνις, ετράπησαν εις φυγήν, μεταφιεσθέντες εις Δωριείς εργάτας».
Συνολικά είχαν σκοτωθεί τέσσερις απεργοί. Ο δε Σερπιέρι φυγαδεύτηκε και σώθηκε, κυριολεκτικά, την τελευταία στιγμή, μεταμφιεσμένος.
Σε εκείνη την απεργία, περισσότεροι από 1.800 μεταλλεργάτες ανέβηκαν από το μεταλλευτικό φρέαρ – βάθους 182 μέτρων – και, με μια οργάνωση που θα τη ζήλευαν πολλοί, κήρυξαν εκείνη την πρώτη μεγάλη απεργία. Περιγράφει ο παλιός μεταλλεργάτης Γιώργος Βουγιούκας («ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» 23/1/1996): «Κανείς από τ” αφεντικά δεν τους πήρε μυρωδιά. Η απεργία εκδηλώθηκε την Κυριακή το βράδυ – 7 Απριλίου 1896 – στην αλλαγή της βραδινής βάρδιας των 10 και έγινε δημοσίως γνωστή τη Δευτέρα το πρωί. Στην πρώτη μεγάλη απεργία υπήρχε φοβερή ένταση. Είναι ενδεικτικό ότι ο Σερπιέρι – γενικός διευθυντής της εταιρείας – για να φυγαδευτεί ντύθηκε γυναίκα ή παπάς! Η κυβέρνηση έστειλε, εκτός από τα «ΜΑΤ» της εποχής εκείνης, πολεμικό πλοίο για να πάρει τους πρωτεργάτες της απεργίας. Η ένταση ήταν μεγάλη. Μια πέτρα που έφυγε απ” τα χέρια ενός απεργού και χτύπησε έναν χωροφύλακα ήταν η αφορμή για να ξεκινήσει η σύγκρουση. Οι χωροφύλακες ανοίγουν πυρ και χτυπούν στο «ψαχνό» τέσσερις ανυπεράσπιστους εργάτες. Η Καμάριζα γίνεται πεδίο μάχης»
Η μεγάλη αυτή απεργία διήρκεσε 18 μέρες, μέχρι τις 21 Απριλίου του 1896.
Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα την περίοδο της εξέγερσης του Λαυρίου του 1896
Η απεργία του 1896 δεν αποτελεί το μοναδικό εξεγερσιακό γεγονός του Λαυρίου. Πριν μερικά χρόνια το Μάρτιο του 1883 οι εργάτες πραγματοποίησαν, επίσης, απεργία, η οποία επαναλήφτηκε τον Ιούλιο του 1887 με αιτήματα καλύτερες συνθήκες εργασίας και κατάργηση του μεροκάματου της Κυριακής. Ήδη, λοιπόν, από τη δεκαετία του 1880 έχουμε την εμφάνιση οργανωμένων κινητοποιήσεων στο χώρο της εργασίας , γεγονός που φανερώνει την διάδοση σοσιαλιστικών ιδεών στον ελλαδικό χώρο. Πιο συγκεκριμένα, γνωρίζουμε πως η εμφάνιση του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα εμφανίστηκε πολύ αργότερα από ότι σε άλλες χώρες των Βαλκανίων και της Ευρώπης. Σε αυτό συνέβαλε η αργή ανάπτυξη της βιομηχανίας, καθώς και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας η οποία στηριζόταν κατά πολύ μεγάλο βαθμό στον αγροτικό τομέα. Ωστόσο, ήδη από την εποχή του Όθωνα έχουν αρχίσει να εμφανίζονται οι πρώτες σοσιαλιστικές ιδέες από Γάλλους πολιτικούς πρόσφυγες, οπαδούς του ουτοπικού σοσιαλιστή Σαιν Σιμόν, με πιο σημαντικό το Γουστάυο Εϊτχάλ. Την ίδια περίπου εποχή κάνει την εμφάνησή της στην Αθήνα η εφημερίδα « η Πρόοδος», η οποία προπαγανδίζει ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού. Εισηγητής της είναι ο Παναγιώτης Σοφιανόπουλος, γιατρός, σπουδαγμένος στην Ιταλία και μετεκπαιδευμένος στο Παρίσι, αγωνιστής του 1821 και στέλεχος του γαλλικού κόμματος του Κωλλέτη. Ο όρος σοσιαλισμός χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από την « Εφημερίδα της Σμύρνης» και τους «Νέους Καιρούς», εφημερίδες, επίσης, του Σοφιανόπουλου στα 1849. Οι όροι κομμουνιστής και κομμουνισμός χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά στα Επτάνησα, το 1858 για να χαρακτηρίσουν και να κατηγορήσουν τον Ιωσήφ Μομφεράτο, έναν από τους «αρχηγούς» του Ριζοσπαστικού Κόμματος. Από τη δεκαετία του 1840-50 κυκλοφορούν στην Ελλάδα και στα Επτάνησα οι ιδέες των Προυντόν, Μπλανκί, Μπακούνιν. Μάλιστα καλλιεργείται, παράλληλα, η ιδέα της κοινοκτημοσύνης. Συνεπώς, μπορούμε να συμπεράνουνε πως η ελληνική κοινωνία έρχεται σε επαφή με σοσιαλιστικές και αναρχικές ιδεολογίες σε αρκετά πρώιμο στάδιο, χωρίς όμως οι ιδεολογίες αυτές να παίρνουν μαζικά χαρακτηριστικά.
Μετά το 1860, μεγάλα ιστορικά και επαναστατικά γεγονότα,που αναδεικνύουν την εργατική τάξη στην αυτοτελή πολιτική ταξική δράση της, επηρεάζουν τμήματα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα αλλά και ένα τμήμα αστών δημοκρατών διανοουμένων. Αποτέλεσμα αυτής της επίδρασης ήταν η έκδοση πολλών εφημερίδων και , ταυτόχρονα, η εμφάνιση των πρώτων σοσιαλιστικών ομίλων στην Ελλάδα. Έτσι, ιδρύονται σοσιαλιστικοί όμιλοι στη Μυτιλήνη, στη Σύρο, στην Κεφαλονιά, στην Πάτρα, στο Αίγιο, στην Αθήνα, στον Πειραιά και, φυσικά, στο Λαύριο. Πιο οργανωμένη και ανεπτυγμένη δραστηριότητα γύρω από τις σοσιαλιστικές ιδέες αναπτύσσεται το 1890, όταν ο Σταύρος Καλλέργης ιδρύει τον « Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο», με έδρα την Αθήνα και παραρτήματα σε άλλες πόλεις, και στο Λαύριο. Μέλη των σοσιαλιστικών αυτών ομίλων, με αναρχικές και σοσιαλιστικές ιδέες, έπαιξαν ενεργό ρόλο στην εξέγερση του 1896.
Μεταλλεία
Τα μεταλλεία στην περιοχή του Λαυρίου είναι από τα αρχαιότερα μεταλλεία στον Ελλαδικό χώρο. Η μεταλλευτική δραστηριότητα σε αυτά χρονολογείται από το 3.000 π.Χ., (ίχνη εξορύξεως χαλκού στην περιοχή Θορικού) αλλά η συστηματική εκμετάλλευσή τους αρχίζει με τη γέννηση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας το 508 π.Χ. Τα μεταλλεία του Λαυρίου υπήρξαν η κύρια πηγή πλούτου της Αθήνας κατά την κλασική εποχή (5ος και 4ος π.Χ. αιώνας).
Κατά τα νεώτερα χρόνια τα μεταλλεία σε αδράνεια μέχρι το 19ο αιώνα μ.Χ. Το 1860 ο Ανδρέας Κορδέλλας (1836 - 1909), μεταλλειολόγος γεννημένος στη Σμύρνη με σπουδές στη Γερμανία επισκέπτεται την περιοχή και διαβλέπει σημαντική οικονομική προοπτική με την ανάτηξη των σκωριών και την επεξεργασία των εκβολάδων. Έρχεται σε επαφή με τον Τζιανμπατίστα Σερπιέρι (1832-1897), Ιταλό επιχειρηματία, του οποίου η οικογένεια ήδη ασχολείτο με παρόμοιες εργασίες εκμετάλλευσης σκωρίας ρωμαϊκής εποχής ορυχείων στο Κάλιαρι της Σαρδηνίας. Ο Σερπιέρι διαβλέπει επίσης την οικονομική δυνατότητα που του προσφέρει το Λαύριο και, το 1864, ιδρύει την εταιρεία "Roux - Serpieri - Fressynet C.E." (ή "Hilarion Roux et Cie") εν μέρει με δικά του κεφάλαια αλλά και με συμμετοχή του γαλλικού (έδρα στη Μασσαλία) τραπεζικού οίκου "I. Roux-Fressynet". Η εταιρεία διατηρείται μέχρι το 1873, έχοντας μετονομαστεί σε "Ελληνική Εταιρεία των Μεταλλουργείων Λαυρίου", κατασκευάζοντας εγκαταστάσεις στο λιμένα του Λαυρίου, στη θέση "Εργαστηριάκια"και αναλαμβάνει την παραγωγή αργυρούχου μολύβδου από τις σκωρίες. Το 1865 διαθέτει 18 καμίνους, εγκαταστάσεις μεταλλοπλυσίας, μηχανουργείο και σιδηρόδρομο, απασχολώντας, το 1867, 1.200 εργαζόμενους, τεράστιο αριθμό για την εποχή.
Το 1869 ανακύπτει το Λαυρεωτικό ζητημα , καθώς η εταιρεία διεκδικεί από το ελληνικό κράτος τις αρχαίες εκβολάδες, με αποτέλεσμα τη σύγκρουσή της με αυτό. Η λύση στο ζήτημα που προέκυψε ήταν, μετά από διαπραγματεύσεις, να δημιουργηθούν δύο εταιρείες: Η Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου (ελληνική) και η "Μεταλλεία Καμάριζας" (1873). Το 1876 η δεύτερη παραχωρεί τη θέση της στην γαλλική εταιρεία "C.F.M.L.", την οποία ιδρύει και πάλι ο Σερπιέρι και κατασκευάζει νέο εργοστάσιο στη θέση "Κυπριανός".
Η εταιρεία αυτή θα επιζήσει μέχρι το 1877 και το Λαύριο ακολουθεί έκτοτε την πορεία των δύο νέων εταιρειών: Οικίες και καταστήματα ανήκαν στις εταιρείες, που έχουν αναλάβει και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των εργαζομένων, την κατασκευή σχολείων, ναών, λιμενικών εγκαταστάσεων. Το 1880 εμφανίζεται η πρώτη σοβαρή κρίση: Οι τιμές του μολύβδου πέφτουν διεθνώς και οι εταιρείες αντιμετωπίζουν οικονομική κρίση. Το βασικό πλήγμα και στις δύο το επέφερε ο Ά Παγκόσμιος Πόλεμος. Η εταιρεία, ωστόσο, αναγκάστηκε να διακόψει τις δραστηριότητές της το 1982, ως συνέπεια της αποβιομηχάνισης που επεκτάθηκε σε όλη τη χώρα τη δεκαετία του '80. Τότε δημιουργήθηκε στη θέση της η κρατική εταιρεία ΕΜΜΕΛ η οποία λειτούργησε έως το 1992. Οι περισσότερες μονάδες διέκοψαν τη λειτουργία τους και περισσότερο από το 20% των κατοίκων της πόλης, έχοντας πληγεί από την ανεργία, την εγκαταλείπουν. Το 1994 το εργοστάσιο της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου στον Κυπριανό αγοράστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού, κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο και παραχωρήθηκε στο ΕΜΠ το οποίο δημιούργησε εκεί τοΤεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου.
Η απεργία του 1896
Στις 8 Απρίλη του 1896 οι εργαζόμενοι στα μεταλλωρυχεία της Καμάριζας – ιδιοκτησίας της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων, ζητούν την υλοποίηση των αιτημάτων τους τα οποία αφορούν τα εξής: κατάργηση των εργολάβων ως ενδιάμεσων μισθωτών, πληρωμή των εργατών κατ” ευθείαν απ” την εταιρεία, αύξηση του μεροκάματου σε 3,5 δραχμές (ήταν 2,5), δημιουργία νοσοκομείου ή φαρμακείου στην Καμάριζα, διάθεση σούστας στους εργάτες για τη μεταφορά των τραυματιών στο νοσοκομείο του Θορικού, καθώς μεταφερόμενοι με το κάρο πέθαιναν στη διαδρομή. Εκτός απ” τα παραπάνω, οι εργάτες ζητούσαν απ΄ την εταιρεία να μένουν σε σπίτια, διότι μέχρι τότε κατοικούσαν σε σπήλαια ή σε αυτοσχέδιες καλύβες. Οι συνθήκες εργασίας ήταν πράγματι εφιαλτικές. Οι μεταλλωρύχοι έπεφταν συχνά θύματα εργατικών ατυχημάτων. Σε έκθεση κυβερνητικού υπευθύνου αναφερόταν πως μόνο το 1892 υπήρξαν 36 θανατηφόρα ατυχήματα (Γεώργιος Αναστασόπουλος, ό.π., τ. Β΄ σ. 695), άρα τρία ανά μήνα. Όπως γράφει ο Γιάννης Κορδάτος (ό.π., σ. 35), η εταιρία “είχε φτιάσει το δεύτερο πάτωμα της Καμάριζας πλάι στη μηχανή, μια μαρμαρένια κάμαρα, κι εκεί κρύβονταν τα πτώματα των σκοτωμένων από τα φουρνέλα και τα βουλιμέντα. Τη νύχτα ο καροτσέρης Κάλιος Μάνθος, από τους σπιτικούς του Σερπιέρη, μαζί με άλλους πιστούς της Εταιρείας βγάζανε κρυφά τα πτώματα και τα πήγαιναν και τα παράχωναν στα πεύκα του Άη Κωνσταντίνου”.
Η εταιρεία αρνείται να συναντήσει την απεργιακή επιτροπή των εργατών. Δεν περιορίζεται, όμως μόνο σε αυτό, καθώς προχωράει σε εκφοβισμό των εργαζομένων ανοίγοντας πυρ κατά της επιτροπής. Οι φύλακες σκοτώνουν δύο εργάτες( Καραφλιάς και Βασιλακόπουλος), προκαλώντας την σφοδρή αντίδραση των υπολοίπων. Με πέτρες, ξύλα και μεταλλεύματα οι απεργοί επιτίθενται στους φύλακες, ανατινάζουν τις αποθήκες και τα γραφεία, και αφοπλίζουν τους αστυνομικούς, οι οποίοι είχαν μεταβεί ως κρατικοί φορείς καταστολής της απεργίας. Η «Εφημερίς» του Κορομηλά γράφει: «Οι χωροφύλακες πυροβολούσι εις τον αέρα, οι εργάται αντιπυροβολούσι, ακούοντας ύβρεις, φωναί, κραυγαί, πίπτουσιν βροχηδόν λίθοι, συνεχίζονται οι πυροβολισμοί και η Καμάριζα φαίνεται ως εις εμπόλεμον κατάστασιν. Ακολουθεί η ανατίναξη των αποθηκών της δυναμίτιδος και του πετρελαίου. Οι κ. Σερπιέρης, οι μηχανικοί Ραμπού και Σπανζεράλ, καθ’ ων υπήρχε μήνις, ετράπησαν εις φυγήν, μεταφιεσθέντες εις Δωριείς εργάτας».
Συνολικά είχαν σκοτωθεί τέσσερις απεργοί. Ο δε Σερπιέρι φυγαδεύτηκε και σώθηκε, κυριολεκτικά, την τελευταία στιγμή, μεταμφιεσμένος.
Σε εκείνη την απεργία, περισσότεροι από 1.800 μεταλλεργάτες ανέβηκαν από το μεταλλευτικό φρέαρ – βάθους 182 μέτρων – και, με μια οργάνωση που θα τη ζήλευαν πολλοί, κήρυξαν εκείνη την πρώτη μεγάλη απεργία. Περιγράφει ο παλιός μεταλλεργάτης Γιώργος Βουγιούκας («ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» 23/1/1996): «Κανείς από τ” αφεντικά δεν τους πήρε μυρωδιά. Η απεργία εκδηλώθηκε την Κυριακή το βράδυ – 7 Απριλίου 1896 – στην αλλαγή της βραδινής βάρδιας των 10 και έγινε δημοσίως γνωστή τη Δευτέρα το πρωί. Στην πρώτη μεγάλη απεργία υπήρχε φοβερή ένταση. Είναι ενδεικτικό ότι ο Σερπιέρι – γενικός διευθυντής της εταιρείας – για να φυγαδευτεί ντύθηκε γυναίκα ή παπάς! Η κυβέρνηση έστειλε, εκτός από τα «ΜΑΤ» της εποχής εκείνης, πολεμικό πλοίο για να πάρει τους πρωτεργάτες της απεργίας. Η ένταση ήταν μεγάλη. Μια πέτρα που έφυγε απ” τα χέρια ενός απεργού και χτύπησε έναν χωροφύλακα ήταν η αφορμή για να ξεκινήσει η σύγκρουση. Οι χωροφύλακες ανοίγουν πυρ και χτυπούν στο «ψαχνό» τέσσερις ανυπεράσπιστους εργάτες. Η Καμάριζα γίνεται πεδίο μάχης»
Η μεγάλη αυτή απεργία διήρκεσε 18 μέρες, μέχρι τις 21 Απριλίου του 1896.
Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα την περίοδο της εξέγερσης του Λαυρίου του 1896
Η απεργία του 1896 δεν αποτελεί το μοναδικό εξεγερσιακό γεγονός του Λαυρίου. Πριν μερικά χρόνια το Μάρτιο του 1883 οι εργάτες πραγματοποίησαν, επίσης, απεργία, η οποία επαναλήφτηκε τον Ιούλιο του 1887 με αιτήματα καλύτερες συνθήκες εργασίας και κατάργηση του μεροκάματου της Κυριακής. Ήδη, λοιπόν, από τη δεκαετία του 1880 έχουμε την εμφάνιση οργανωμένων κινητοποιήσεων στο χώρο της εργασίας , γεγονός που φανερώνει την διάδοση σοσιαλιστικών ιδεών στον ελλαδικό χώρο. Πιο συγκεκριμένα, γνωρίζουμε πως η εμφάνιση του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα εμφανίστηκε πολύ αργότερα από ότι σε άλλες χώρες των Βαλκανίων και της Ευρώπης. Σε αυτό συνέβαλε η αργή ανάπτυξη της βιομηχανίας, καθώς και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας η οποία στηριζόταν κατά πολύ μεγάλο βαθμό στον αγροτικό τομέα. Ωστόσο, ήδη από την εποχή του Όθωνα έχουν αρχίσει να εμφανίζονται οι πρώτες σοσιαλιστικές ιδέες από Γάλλους πολιτικούς πρόσφυγες, οπαδούς του ουτοπικού σοσιαλιστή Σαιν Σιμόν, με πιο σημαντικό το Γουστάυο Εϊτχάλ. Την ίδια περίπου εποχή κάνει την εμφάνησή της στην Αθήνα η εφημερίδα « η Πρόοδος», η οποία προπαγανδίζει ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού. Εισηγητής της είναι ο Παναγιώτης Σοφιανόπουλος, γιατρός, σπουδαγμένος στην Ιταλία και μετεκπαιδευμένος στο Παρίσι, αγωνιστής του 1821 και στέλεχος του γαλλικού κόμματος του Κωλλέτη. Ο όρος σοσιαλισμός χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από την « Εφημερίδα της Σμύρνης» και τους «Νέους Καιρούς», εφημερίδες, επίσης, του Σοφιανόπουλου στα 1849. Οι όροι κομμουνιστής και κομμουνισμός χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά στα Επτάνησα, το 1858 για να χαρακτηρίσουν και να κατηγορήσουν τον Ιωσήφ Μομφεράτο, έναν από τους «αρχηγούς» του Ριζοσπαστικού Κόμματος. Από τη δεκαετία του 1840-50 κυκλοφορούν στην Ελλάδα και στα Επτάνησα οι ιδέες των Προυντόν, Μπλανκί, Μπακούνιν. Μάλιστα καλλιεργείται, παράλληλα, η ιδέα της κοινοκτημοσύνης. Συνεπώς, μπορούμε να συμπεράνουνε πως η ελληνική κοινωνία έρχεται σε επαφή με σοσιαλιστικές και αναρχικές ιδεολογίες σε αρκετά πρώιμο στάδιο, χωρίς όμως οι ιδεολογίες αυτές να παίρνουν μαζικά χαρακτηριστικά.
Μετά το 1860, μεγάλα ιστορικά και επαναστατικά γεγονότα,που αναδεικνύουν την εργατική τάξη στην αυτοτελή πολιτική ταξική δράση της, επηρεάζουν τμήματα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα αλλά και ένα τμήμα αστών δημοκρατών διανοουμένων. Αποτέλεσμα αυτής της επίδρασης ήταν η έκδοση πολλών εφημερίδων και , ταυτόχρονα, η εμφάνιση των πρώτων σοσιαλιστικών ομίλων στην Ελλάδα. Έτσι, ιδρύονται σοσιαλιστικοί όμιλοι στη Μυτιλήνη, στη Σύρο, στην Κεφαλονιά, στην Πάτρα, στο Αίγιο, στην Αθήνα, στον Πειραιά και, φυσικά, στο Λαύριο. Πιο οργανωμένη και ανεπτυγμένη δραστηριότητα γύρω από τις σοσιαλιστικές ιδέες αναπτύσσεται το 1890, όταν ο Σταύρος Καλλέργης ιδρύει τον « Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο», με έδρα την Αθήνα και παραρτήματα σε άλλες πόλεις, και στο Λαύριο. Μέλη των σοσιαλιστικών αυτών ομίλων, με αναρχικές και σοσιαλιστικές ιδέες, έπαιξαν ενεργό ρόλο στην εξέγερση του 1896.