Του Jacques Sapir*
Ο Jacques Sapir παρουσιάζει τη μεταρρύθμιση του εργατικού δικαίου στη Γαλλία: μια μεταρρύθμιση που γκρεμίζει κατακτήσεις και αγώνες εκατόν πενήντα χρόνων για τα δικαιώματα των εργαζομένων. Το κρίσιμο σημείο της μεταρρύθμισης αυτής, τονίζει ο Sapir, είναι η επίθεση εναντίων των συμβάσεων και των συλλογικών δικαιωμάτων, απομονώνοντας κάθε εργαζόμενο σύμφωνα με το ψευδοεπιχείρημα ότι ο εργαζόμενος και το αφεντικό διαπραγματεύονται επί ίσοις όροις. Με τη μεταρρύθμιση αυτή, η οποία έρχεται σε μια στιγμή ακραίας αδυναμίας για την εργασία (καθεστώς υψηλής ανεργίας, οπότε η διαπραγματευτική ικανότητα είναι αδύναμη), η γαλλική κυβέρνηση, που αυτοαποκαλείται «σοσιαλιστική» συμμετέχει ενεργά στην ταξική πάλη υπέρ του κεφαλαίου και κατά της εργασίας.[Σ.τ.M.]
(Μετάφραση: Μουρατίδης Γιώργος)
Το «εργατικό δίκαιο» είναι σήμερα στην ημερήσια διάταξη στο Κοινοβούλιο. Θα υπάρξουν πολλές τροποποιήσεις, αλλά για να μπει τέλος στη συζήτηση δεν είναι απίθανο η κυβέρνηση να κάνει χρήση του άρθρου 49.3, σύμφωνα με το οποίο ένας νόμος μπορεί να κυρωθεί, εκτός βέβαια και εάν υπάρχει μια πρόταση μομφής. Το νομοσχέδιο έχει σίγουρα δεχτεί τροποποιήσεις, αλλά στο σύνολό του σηκώνει πολλή συζήτηση. Η πρόταση νόμου δεν επιδέχεται τροποποίησης, υπό την έννοια ότι μπορούν να γίνουν βελτιώσεις στα πιο κρίσιμα σημεία του με μικρές αλλαγές. Το κείμενο αυτό έχει μια «συνολική λογική» χάρη στην οποία θα πρέπει να απορριφθεί εξ ολοκλήρου.
Ένα νομοσχέδιο που δεν επιδέχεται τροποποίησης
Το ξεχνάμε πολύ εύκολα, το κύριο πρόβλημα αυτού του νομοσχεδίου δεν είναι το θέμα των εύκολων απολύσεων, η φορολόγηση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή η εκπροσώπηση των εργοδοτικών οργανώσεων. Αυτά τα σημεία, φυσικά, αποτελούν επιπλέον λόγους για να εναντιωθεί κάποιος σε αυτή τη μεταρρύθμιση, αποτελούν όμως λόγους υποδεεστέρους σε σχέση την «βασική στόχευση» της πρότασης. Αυτή η βασική στόχευση συνοψίζεται σε μία λέξη: αποκέντρωση. Το κείμενο αυτό προωθεί ένα όραμα για τον κόσμο της εργασίας στο οποίο ο εργαζόμενος και ο εργοδότης θα βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο. Ως εκ τούτου είμαστε, μπροστά σε «παίκτες» εξίσου ελεύθερους να διαπραγματευτούν ο ένας με τον άλλο. Αυτή η «ισότητα» θα επικυρώνεται και από το νόμο, αλλά εμείς ξέρουμε ότι πρόκειται για ένα ψέμα. Ή αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, αυτό ισχύει μόνο σε πολύ μικρές επιχειρήσεις. Αλλά όταν έχουμε να κάνουμε μια εταιρεία με πολλούς εργαζομένους, για να μην μιλάμε για τις εταιρείες με εκατοντάδες, ή και χιλιάδες, εργαζομένους, θα ισχύουν διαφορετικά πράγματα. Ο μισθωτός έχει ανάγκη την εργασία για να ζήσει. Για τον επιχειρηματία, ωστόσο, να προσλάβει τον έναν ή τον άλλο δεν έχει μεγάλη σημασία. Θα μπορούσε να μην προσλάβει κανέναν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Το σημείο αυτό είναι ζωτικής σημασίας. Είμαστε μπροστά σε μια ασύμμετρη «σύμβαση εργασίας», η οποία ακυρώνει ουσιαστικά την ιδέα της νομικής ισότητας.
Η εξατομίκευση των μισθωτών και το τέλος του εργατικού δικαίου
Η πραγματικότητα είναι ότι το εργατικό δίκαιο έχει χτιστεί, κατά το δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, με επίκεντρο τα συλλογικά δικαιώματα των εργαζομένων με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Το εργατικό δίκαιο που υπάρχει σήμερα ως είναι το απαύγασμα των αγώνων, είναι αυτό που ο εργαζόμενος πάντα προσπαθούσε να επιτύχει από την αντιπαράθεση του με τον επιχειρηματία, διότι από τις επιμέρους αντιπαραθέσεις με τον εργοδότη, ο μεμονωμένος εργαζόμενος, βγαίνει πάντα χαμένος. Αυτός είναι ο λόγος που οι συλλογικές συμβάσεις δίνουν δικαιώματα για ΟΛΟΥΣ τους εργαζόμενους του κλάδου (στην περίπτωση των κλαδικών συμβάσεων) ή σε όλους τους εργαζομένους μιας ολόκληρης χώρας. Στη βάση αυτής της λογικής, που στη δεκαετία του εξήντα ο κατώτατος μισθός (SMIG)[1] ενοποιήθηκε και ομογενοποιήθηκε με τον κατώτατο μισθό ανάπτυξης (SMIC)[2], κάτι που εξασφάλισε μεγάλη άνοδο των εσόδων και της παραγωγής.
Επιστρέφοντας στην εξατομίκευση, είτε πρόκειται για την προσωπική ή για αυτήν της επιχείρησης, ο εργαζόμενος βγαίνει αναγκαστικά χαμένος. Αυτό είναι κάτι που οι εργοδότες γνωρίζουν καλά ήδη από τη στιγμή που η μισθωτή εργασία άρχισε να αυξάνεται και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πιέζουν, καιρό τώρα, για την αλλαγή του εργατικού δικαίου.
Σε όλα αυτά η ευθύνη της κυβέρνησης είναι τεράστια. Η κυβέρνηση αναλαμβάνει τον κίνδυνο να ακυρώσει αυτή την αρχιτεκτονική και να επαναφέρει τον μισθωτό στη μεμονωμένη ατομική κατάστασή. Έπρεπε να φτάσει το 2016 για να δούμε μια κυβέρνηση που ονομάζεται «σοσιαλιστική» να προχωράει προς μία τέτοια καταστροφή του εργατικού δικαίου. Πρόκειται για ένα τεράστιο σκάνδαλο και αξίζει μια υποδειγματική τιμωρία.
Μια μακροοικονομική τρέλα και οι λόγοι ύπαρξής της
Αυτή η κυβέρνηση όμως είναι ικανή και για ακόμη χειρότερα. Προωθεί αυτή τη μεταρρύθμιση σε μια περίοδο μαζικής ανεργίας, δηλαδή, κάτι που επιδεινώνει την αρχική ασυμμετρία. Συνεχίζει αυτή τη μεταρρύθμιση τη στιγμή που οι χαμηλοί μισθοί είναι σχεδόν σε στασιμότητα. Το χάσμα μεταξύ της αύξησης της παραγωγικότητας και του μεγαλύτερου μέρους των μισθών (όχι του μέσου μισθού) δείχνει σαφώς πως η πλάστιγγα γέρνει προς τους επιχειρηματίες. Όλο αυτό έχει πολύ σαφείς μακροοικονομικές επιπτώσεις. Η υστέρηση της αύξηση των μισθών σε σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας είναι μία από τις αιτίες της μαζικής ανεργίας. Οι οικονομολόγοι που την αποδίδουν μόνο στην αύξησης της παραγωγικότητας αξίζουν το χρυσό βατόμουρο. Αν το εισόδημα των μισθωτών αύξανε αναλογικά με την παραγωγικότητα, η ζήτηση θα ήταν ικανή να καλύψει τη μέγιστη παραγωγική ικανότητα με σταθερή απασχόληση. Με την προώθηση αυτής της μεταρρύθμισης σε αυτό το πολύ δύσκολο περιβάλλον εδώ και σχεδόν 25 χρόνια, η κυβέρνηση επωμίζεται πολύ περισσότερο από μια κοινωνική ή οικονομική ευθύνη. Γεγονός είναι ότι διεξάγει έναν ταξικό πόλεμο κατά της εργασίας, αφενός μέσω της αποδυνάμωσης των εργαζομένων σε σχέση με τους επιχειρηματίες, και αφετέρου, δημιουργώντας οικονομικές συνθήκες τέτοιες που μειώνει τη δυνατότητα αντίστασης τους. Η σοβαρότητα αυτής της οικονομικής κατάστασης πολλαπλασιάζεται επίσης μέσω περικοπών στις δημόσιες επενδύσεις και την προγραμματισμένη καταστροφή του σχολείου.
Αυτό που βλέπουμε είναι επομένως μια ταξική σύγκρουση. Πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι είναι που ζητήσουν αύριο την ψήφο μας.
[1] Salaire minimum interprofessionnel garanti (Σ.τ.Μ)
[2]salaire minimum interprofessionnel de croissance (Σ.τ.Μ)
*Πηγή: vocidallestero.it
Ο Jacques Sapir παρουσιάζει τη μεταρρύθμιση του εργατικού δικαίου στη Γαλλία: μια μεταρρύθμιση που γκρεμίζει κατακτήσεις και αγώνες εκατόν πενήντα χρόνων για τα δικαιώματα των εργαζομένων. Το κρίσιμο σημείο της μεταρρύθμισης αυτής, τονίζει ο Sapir, είναι η επίθεση εναντίων των συμβάσεων και των συλλογικών δικαιωμάτων, απομονώνοντας κάθε εργαζόμενο σύμφωνα με το ψευδοεπιχείρημα ότι ο εργαζόμενος και το αφεντικό διαπραγματεύονται επί ίσοις όροις. Με τη μεταρρύθμιση αυτή, η οποία έρχεται σε μια στιγμή ακραίας αδυναμίας για την εργασία (καθεστώς υψηλής ανεργίας, οπότε η διαπραγματευτική ικανότητα είναι αδύναμη), η γαλλική κυβέρνηση, που αυτοαποκαλείται «σοσιαλιστική» συμμετέχει ενεργά στην ταξική πάλη υπέρ του κεφαλαίου και κατά της εργασίας.[Σ.τ.M.]
(Μετάφραση: Μουρατίδης Γιώργος)
Το «εργατικό δίκαιο» είναι σήμερα στην ημερήσια διάταξη στο Κοινοβούλιο. Θα υπάρξουν πολλές τροποποιήσεις, αλλά για να μπει τέλος στη συζήτηση δεν είναι απίθανο η κυβέρνηση να κάνει χρήση του άρθρου 49.3, σύμφωνα με το οποίο ένας νόμος μπορεί να κυρωθεί, εκτός βέβαια και εάν υπάρχει μια πρόταση μομφής. Το νομοσχέδιο έχει σίγουρα δεχτεί τροποποιήσεις, αλλά στο σύνολό του σηκώνει πολλή συζήτηση. Η πρόταση νόμου δεν επιδέχεται τροποποίησης, υπό την έννοια ότι μπορούν να γίνουν βελτιώσεις στα πιο κρίσιμα σημεία του με μικρές αλλαγές. Το κείμενο αυτό έχει μια «συνολική λογική» χάρη στην οποία θα πρέπει να απορριφθεί εξ ολοκλήρου.
Ένα νομοσχέδιο που δεν επιδέχεται τροποποίησης
Το ξεχνάμε πολύ εύκολα, το κύριο πρόβλημα αυτού του νομοσχεδίου δεν είναι το θέμα των εύκολων απολύσεων, η φορολόγηση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή η εκπροσώπηση των εργοδοτικών οργανώσεων. Αυτά τα σημεία, φυσικά, αποτελούν επιπλέον λόγους για να εναντιωθεί κάποιος σε αυτή τη μεταρρύθμιση, αποτελούν όμως λόγους υποδεεστέρους σε σχέση την «βασική στόχευση» της πρότασης. Αυτή η βασική στόχευση συνοψίζεται σε μία λέξη: αποκέντρωση. Το κείμενο αυτό προωθεί ένα όραμα για τον κόσμο της εργασίας στο οποίο ο εργαζόμενος και ο εργοδότης θα βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο. Ως εκ τούτου είμαστε, μπροστά σε «παίκτες» εξίσου ελεύθερους να διαπραγματευτούν ο ένας με τον άλλο. Αυτή η «ισότητα» θα επικυρώνεται και από το νόμο, αλλά εμείς ξέρουμε ότι πρόκειται για ένα ψέμα. Ή αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, αυτό ισχύει μόνο σε πολύ μικρές επιχειρήσεις. Αλλά όταν έχουμε να κάνουμε μια εταιρεία με πολλούς εργαζομένους, για να μην μιλάμε για τις εταιρείες με εκατοντάδες, ή και χιλιάδες, εργαζομένους, θα ισχύουν διαφορετικά πράγματα. Ο μισθωτός έχει ανάγκη την εργασία για να ζήσει. Για τον επιχειρηματία, ωστόσο, να προσλάβει τον έναν ή τον άλλο δεν έχει μεγάλη σημασία. Θα μπορούσε να μην προσλάβει κανέναν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Το σημείο αυτό είναι ζωτικής σημασίας. Είμαστε μπροστά σε μια ασύμμετρη «σύμβαση εργασίας», η οποία ακυρώνει ουσιαστικά την ιδέα της νομικής ισότητας.
Η εξατομίκευση των μισθωτών και το τέλος του εργατικού δικαίου
Η πραγματικότητα είναι ότι το εργατικό δίκαιο έχει χτιστεί, κατά το δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, με επίκεντρο τα συλλογικά δικαιώματα των εργαζομένων με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Το εργατικό δίκαιο που υπάρχει σήμερα ως είναι το απαύγασμα των αγώνων, είναι αυτό που ο εργαζόμενος πάντα προσπαθούσε να επιτύχει από την αντιπαράθεση του με τον επιχειρηματία, διότι από τις επιμέρους αντιπαραθέσεις με τον εργοδότη, ο μεμονωμένος εργαζόμενος, βγαίνει πάντα χαμένος. Αυτός είναι ο λόγος που οι συλλογικές συμβάσεις δίνουν δικαιώματα για ΟΛΟΥΣ τους εργαζόμενους του κλάδου (στην περίπτωση των κλαδικών συμβάσεων) ή σε όλους τους εργαζομένους μιας ολόκληρης χώρας. Στη βάση αυτής της λογικής, που στη δεκαετία του εξήντα ο κατώτατος μισθός (SMIG)[1] ενοποιήθηκε και ομογενοποιήθηκε με τον κατώτατο μισθό ανάπτυξης (SMIC)[2], κάτι που εξασφάλισε μεγάλη άνοδο των εσόδων και της παραγωγής.
Επιστρέφοντας στην εξατομίκευση, είτε πρόκειται για την προσωπική ή για αυτήν της επιχείρησης, ο εργαζόμενος βγαίνει αναγκαστικά χαμένος. Αυτό είναι κάτι που οι εργοδότες γνωρίζουν καλά ήδη από τη στιγμή που η μισθωτή εργασία άρχισε να αυξάνεται και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πιέζουν, καιρό τώρα, για την αλλαγή του εργατικού δικαίου.
Σε όλα αυτά η ευθύνη της κυβέρνησης είναι τεράστια. Η κυβέρνηση αναλαμβάνει τον κίνδυνο να ακυρώσει αυτή την αρχιτεκτονική και να επαναφέρει τον μισθωτό στη μεμονωμένη ατομική κατάστασή. Έπρεπε να φτάσει το 2016 για να δούμε μια κυβέρνηση που ονομάζεται «σοσιαλιστική» να προχωράει προς μία τέτοια καταστροφή του εργατικού δικαίου. Πρόκειται για ένα τεράστιο σκάνδαλο και αξίζει μια υποδειγματική τιμωρία.
Μια μακροοικονομική τρέλα και οι λόγοι ύπαρξής της
Αυτή η κυβέρνηση όμως είναι ικανή και για ακόμη χειρότερα. Προωθεί αυτή τη μεταρρύθμιση σε μια περίοδο μαζικής ανεργίας, δηλαδή, κάτι που επιδεινώνει την αρχική ασυμμετρία. Συνεχίζει αυτή τη μεταρρύθμιση τη στιγμή που οι χαμηλοί μισθοί είναι σχεδόν σε στασιμότητα. Το χάσμα μεταξύ της αύξησης της παραγωγικότητας και του μεγαλύτερου μέρους των μισθών (όχι του μέσου μισθού) δείχνει σαφώς πως η πλάστιγγα γέρνει προς τους επιχειρηματίες. Όλο αυτό έχει πολύ σαφείς μακροοικονομικές επιπτώσεις. Η υστέρηση της αύξηση των μισθών σε σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας είναι μία από τις αιτίες της μαζικής ανεργίας. Οι οικονομολόγοι που την αποδίδουν μόνο στην αύξησης της παραγωγικότητας αξίζουν το χρυσό βατόμουρο. Αν το εισόδημα των μισθωτών αύξανε αναλογικά με την παραγωγικότητα, η ζήτηση θα ήταν ικανή να καλύψει τη μέγιστη παραγωγική ικανότητα με σταθερή απασχόληση. Με την προώθηση αυτής της μεταρρύθμισης σε αυτό το πολύ δύσκολο περιβάλλον εδώ και σχεδόν 25 χρόνια, η κυβέρνηση επωμίζεται πολύ περισσότερο από μια κοινωνική ή οικονομική ευθύνη. Γεγονός είναι ότι διεξάγει έναν ταξικό πόλεμο κατά της εργασίας, αφενός μέσω της αποδυνάμωσης των εργαζομένων σε σχέση με τους επιχειρηματίες, και αφετέρου, δημιουργώντας οικονομικές συνθήκες τέτοιες που μειώνει τη δυνατότητα αντίστασης τους. Η σοβαρότητα αυτής της οικονομικής κατάστασης πολλαπλασιάζεται επίσης μέσω περικοπών στις δημόσιες επενδύσεις και την προγραμματισμένη καταστροφή του σχολείου.
Αυτό που βλέπουμε είναι επομένως μια ταξική σύγκρουση. Πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι είναι που ζητήσουν αύριο την ψήφο μας.
[1] Salaire minimum interprofessionnel garanti (Σ.τ.Μ)
[2]salaire minimum interprofessionnel de croissance (Σ.τ.Μ)
*Πηγή: vocidallestero.it