Πάνος Πέτρου
Στη Βραζιλία, μετά την ανατροπή της Ντίλμα Ρούσεφ, η ορκωμοσία ενός λευκού, πλούσιου, αντροκρατούμενου υπουργικού συμβουλίου από τον Τεμέρ έγινε δεκτή με πολλαπλές κινητοποιήσεις. Στη Βενεζουέλα, ενώ κορυφώνεται η αντικυβερνητική προπαγάνδα και η Δεξιά συνεχίζει τις προσπάθειες να ανατρέψει την κυβέρνηση (με την Κολομβιανή κυβέρνηση να φτάνει να συζητά για «στρατιωτική επέμβαση υπέρ της αντιπολίτευσης»), ο Νικολάς Μαδούρο απαντά στην κρίση με κήρυξη της χώρας σε «κατάσταση έκτακτης οικονομικής ανάγκης» και απειλές για επίταξη των εργοστασίων που κλείνουν ή συμμετέχουν στο σαμποτάζ. Σε όλη τη Λατινική Αμερική, φουντώνει παράλληλα και η επίθεση της Δεξιάς, αλλά και η αντίσταση των κινημάτων. Ακολουθεί άρθρο που δημοσιεύτηκε στην «Εργατική Αριστερά» στις 11 Μάη, που γράφτηκε πριν τις τελευταίες εξελίξεις, αλλά δίνει μια γενικότερη εικόνα της ηπείρου που βρίσκεται στην «κόψη του ξυραφιού».
Αργεντινή
Η κυβέρνηση Μάκρι είναι η καλύτερη εικόνα των διαθέσεων της λατινοαμερικανικής Δεξιάς: Έχει αποδυθεί, μέσα σε ελάχιστους μήνες στην εξουσία, σε ένα νεοφιλελεύθερο μπλίτσκριγκ: αποκαθιστά σχέσεις με τους γύπες των «αγορών», υποδέχεται την αφρόκρεμα του βρετανικού επιχειρηματικού κόσμου για πρώτη φορά ύστερα από 10 χρόνια, κλείνει συμφωνίες με τον Μπαράκ Ομπάμα, καταργεί φόρους εις βάρος του κεφαλαίου, αυξάνει τιμές σε υπηρεσίες και καύσιμα, απολύει μαζικά δημοσίους υπάλληλους. Το Bloomberg.com δήλωσε σε άρθρο του ευθαρσώς: «Η Wall Street κάνει κουμάντο στην Αργεντινή (ξανά)».
Τα αποτελέσματα της πολιτικής Μάκρι είναι το ίδιο αστραπιαία με την εφαρμογή της. Μέσα σε 3 μήνες διακυβέρνησης 1,4 εκατομμύριο άνθρωποι έπεσαν σε φτώχεια, 350.000 κάτω από το όριο της ακραίας φτώχειας, ενώ 110.000 βρέθηκαν στην ανεργία.
Αλλά η νεοφιλελεύθερη θεραπεία-σοκ αποδεικνύεται και αναποτελεσματική. Οι αισιόδοξες προβλέψεις της κυβέρνησης διαψεύδονται, ο πληθωρισμός φτάνει στο 30%, η οικονομία αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 1,5% με την ανεργία να αυξάνεται. Ακόμα και ο οίκος Moody’s, που αρχικά «χαιρέτισε» τη δεξιά στροφή, τώρα κάνει ζοφερές προβλέψεις για το μέλλον της αργεντινής οικονομίας.
Και τα προβλήματα για τον Μάκρι δεν σταματούν εκεί. Οι επιθέσεις του έχουν προκαλέσει μπαράζ κινητοποιήσεων. Κλαδικές κινητοποιήσεις, όπως η 24ωρη απεργία των τραπεζοϋπαλλήλων ή οι 4 μέχρι τώρα απεργίες των εργαζομένων στον στενό δημόσιο τομέα. Δυναμικές δράσεις, όπως ο αποκλεισμός των κεντρικών δρόμων της Comodoro Rivadavia από 50.000 εργάτες, απεργούς της πετρελαϊκής βιομηχανίας που ενώθηκαν με δασκάλους, οικοδόμους, οδηγούς φορτηγών κ.ά. Πανεθνικές διαδηλώσεις, όπως αυτές που έχουν οργανώσει η GGT (περονική, η μεγαλύτερη συνομοσπονδία της χώρας) από κοινού με τη CTA (η πιο «αριστερή» και ανεξάρτητη εκδοχή συνδικαλισμού) και κατέβασαν δεκάδες χιλιάδες στους δρόμους. Πολιτικές κινητοποιήσεις, όπως η μαζική διαδήλωση της Αριστεράς ενάντια στην επίσκεψη Ομπάμα.
Σ’ αυτό το υπόβαθρο, ο Μάκρι έχει να αντιμετωπίσει και τις κατηγορίες για την εμπλοκή του στα Panama Papers.
Και αυτά συμβαίνουν στο φόντο μιας «θεσμικής δυαδικής εξουσίας», καθώς το περονικό κόμμα διατηρεί την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Με το επίκεντρο των κινητοποιήσεων να είναι οι μαζικές απολύσεις, οι περονικοί ενέκριναν στη Γερουσία νόμο απαγόρευσης των απολύσεων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα μέχρι το Δεκέμβρη του 2017 και με αναδρομική ισχύ από την 1η Μάρτη του 2016, ώστε να ακυρωθούν όλες οι τελευταίες απολύσεις. Ο Μάκρι απειλεί με βέτο τον συγκεκριμένο νόμο.
Το γεγονός ότι ο εκλεκτός της Κίρχνερ, Φερνάντο Σιόλι, ηττήθηκε στις εκλογές επιτρέπει στον περονισμό να παραμένει ισχυρός στο οργανωμένο εργατικό κίνημα, και να εμφανίζεται αμόλυντος από την εφαρμογή ακραίας λιτότητας (την οποία θα εφάρμοζε πιθανά αν κέρδιζε τις εκλογές). Προς το παρόν, η αντιπολιτευτική του στάση διευκολύνει και την κινητοποίηση των συνδικάτων. Ωστόσο μένει ανοιχτό το ποια πτέρυγα του περονισμού (υπάρχει και πιο «δεξιά» εκδοχή) θα επικρατήσει και πόσο μακριά θα πάνε τη σύγκρουση οι «κιρχνερικοί».
Σ’ αυτό το τοπίο καλείται να παρέμβει η αντικαπιταλιστική Αριστερά, κυρίως το ισχυρό FIT (μέτωπο τροτσκιστικών οργανώσεων που έχει αποκτήσει σοβαρές ρίζες), αλλά και δυνάμεις έξω από αυτό, για να οικοδομήσουν μια ισχυρή δύναμη που θα ανταγωνιστεί την κυριαρχία του περονισμού.
Όπως και να έχει, ο Μάκρι φιλοδοξεί να επαναλάβει το νεοφιλελεύθερο σοκ που οργάνωσε τη δεκαετία του ’90 ο Κάρλος Μενέμ, αλλά με κρίσιμη διαφορά πως τώρα συναντά μαζική αντίσταση από την πρώτη στιγμή και υπάρχει ένα δίκτυο αγωνιστών έτοιμο να σηκώσει το γάντι...
Βραζιλία
Η εισήγηση της Επιτροπής της Γερουσίας προς την Ολομέλεια του σώματος είναι να αποδεχτεί τις κατηγορίες κατά της Ντίλμα Ρούσεφ και να την αποπέμψει. Oι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι η αντιπολίτευση θα κερδίσει την πλειοψηφία και θα μπει τέλος στην πολυετή κυριαρχία του PT.
Ύστερα από αποπομπή της Ντίλμα, την προεδρία αναλαμβάνει ο Μισέλ Τεμέρ, στέλεχος του δεξιού PMDB, αντιπρόεδρος της Ντίλμα που στράφηκε εναντίον της, μαζί με το κόμμα του, που απέσυρε την κοινοβουλευτική του στήριξη στην κυβέρνηση. Ο Τεμέρ φιλοδοξεί να ηγηθεί ενός πλατιού συνασπισμού «εθνικής ενότητας», που θα «βγάλει τη Βραζιλία από την κρίση» με άγριο νεοφιλελευθερισμό και με μια συμφωνία που θα περιορίζει τις συνέπειες των σκανδάλων μόνο στην ηγεσία του PT.
Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Την Πέμπτη 5 Μάη, το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε την απομάκρυνση του Εντουάρντο Κούνια, για παρεμπόδιση των ερευνών για σοβαρά σκάνδαλα διαφθοράς που βαραίνουν τον ίδιο. Ο Κούνια είναι ο βασικός ενορχηστρωτής των διαδικασιών αποπομπής της Ρούσεφ στην Κάτω Βουλή, και θεωρούνταν ο κρίσιμος άνθρωπος στη συγκρότηση μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που θα στηρίζει τον Τεμέρ. Η αποπομπή του έχει τεράστια σημασία για το τι μπορεί να ακολουθήσει. Είναι πολύ πιθανό να μην έχουμε ένα «βελούδινο πραξικόπημα», αλλά μια άγρια πολιτική κρίση.
Η Jimena Blanco, επικεφαλής του τμήματος Αμερικής για τη Verisk Maplecroft, εταιρεία που προσφέρει «επιχειρηματικές συμβουλές», δεν δείχνει να συμμερίζεται την ευφορία της βραζιλιάνικης Δεξιάς που πιστεύει ότι καθαρίζει την Ντίλμα και επιστρέφει στα πράγματα:
«Όποιος βλέπει την πιθανή αποπομπή της Ντίλμα ως το τέλος της πολιτικής κρίσης είναι στην καλύτερη περίπτωση παραπληροφορημένος... Είναι μια διαδικασία που θα συνεχιστεί, κι αυτό μπορεί να σημαίνει πολιτική ρευστότητα για όλο το υπόλοιπο 2016, ίσως και το 2017». Αυτό που δεν παραγνωρίζει η Μπλάνκο είναι ότι τα 2/3 της Κάτω Βουλής και η μισή Γερουσία εμπλέκονται στα σκάνδαλα.
Στην κρίση των σκανδάλων πρέπει να προστεθούν και άλλοι παράγοντες. Η πλειοψηφία των Βραζιλιάνων αποδοκιμάζει δημοσκοπικά την Ντίλμα με συντριπτικά νούμερα, αλλά ταυτόχρονα δεν θέλει (με εξίσου μεγάλα νούμερα, 80%) τον Τεμέρ.
Επιπλέον, οι κοινωνικές οργανώσεις που συνδέονται λιγότερο ή περισσότερο με το PT, όπως η συνδικαλιστική συνομοσπονδία CUT και το κίνημα ακτημόνων MST, που έχουν συγκροτήσει το Βραζιλιάνικο Λαϊκό Μέτωπο, δηλώνουν πως δεν θα αναγνωρίσουν την όποια κυβέρνηση προκύψει αν πέσει η Ντίλμα.
Αλλά στο μονοπάτι του πολέμου ενάντια σε όποια νέα κυβέρνηση βαδίζουν και πολιτικές οργανώσεις και κινήματα που δεν στηρίζουν την Ντίλμα και οργανώνουν ανεξάρτητες από την κυβέρνηση κινητοποιήσεις σήμερα (όπως τα μαχητικά συνδικάτα Conlutas και άλλες κοινωνικές οργανώσεις που γεννήθηκαν στο αντικυβερνητικό κίνημα του 2013).
Οι διαφορές αποτυπώνονται στα συνθήματα των κινητοποιήσεων: Από το φιλοκυβερνητικό «Ντίλμα μείνε» στο ενδιάμεσο «Δεν θα γίνει πραξικόπημα», μέχρι το ταυτόχρονα αντικυβερνητικό και αντιδεξιό «Να φύγουν όλοι».
Ύστερα από ενδεχόμενη αποπομπή της Ντίλμα, και ιδιαίτερα αν η νέα κυβέρνηση δώσει δείγματα γραφής, πολλοί είναι αυτοί που ενδεχομένως να κατέβουν στους δρόμους, ακόμα και όσοι σήμερα δεν διαδηλώνουν γιατί δεν στηρίζουν τη Δεξιά αλλά δεν βρίσκουν και λόγους να υπερασπιστούν το PT. Αλλά οι διαφορές θα παραμείνουν. Ήδη φιλο-PT μερίδες του κινήματος συνδέουν την προοπτική «ενότητας στην πάλη κατά της Δεξιάς» με το στόχο της επιστροφής του Λούλα. Δεν έχουν αντιληφθεί ή δεν θέλουν να παραδεχτούν αυτό που γράφει ο Μασκάρο Κερίδο, συγγραφέας και ακτιβιστής από το Σάο Πάουλο, και το οποίο είναι στο επίκεντρο της σημερινής κρίσης: «Το PT δεν μπορεί να είναι πλέον ούτε ο “φρουρός” της αστικής ομαλότητας, ενώ ταυτόχρονα δεν μπορεί να είναι πλέον o εκφραστής των αγώνων του εργατικού κινήματος». Με αυτήν την επίγνωση, οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς επιχειρούν να συγκροτήσουν έναν «τρίτο πόλο» μέσα στις άγριες μάχες που έρχονται.
Βενεζουέλα
Στο επίκεντρο της κρίσης στη Βενεζουέλα έχει βρεθεί η έλλειψη ηλεκτρισμού. Πέρα από τις υστερίες των διεθνών ΜΜΕ για «αποτυχία του σοσιαλισμού», η χώρα στηριζόταν κυρίως στον υδροηλεκτρισμό, πέρασε μακροχρόνια ξηρασία και αυτό δημιούργησε τεράστια προβλήματα στα μεγάλα υδροηλεκτρικά φράγματα της χώρας.
Αλλά η κρίση ρεύματος προστίθεται σε μια συνολικότερα δύσκολη συγκυρία που έχει στη βάση της την κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου. Καθώς τα πετρελαϊκά έσοδα ήταν βασικά στη χρηματοδότηση όλων των εισαγωγών και όλων των υπηρεσιών, οι ελλείψεις αγαθών και τα προβλήματα στην οικονομία έχουν οξυνθεί τους τελευταίους μήνες.
Για τους νεοφιλελεύθερους φταίει η κυβέρνηση Μαδούρο. Για τους υποστηρικτές της κυβέρνησης φταίει το «οικονομικό σαμποτάζ της Δεξιάς». Το ζήτημα είναι πως η Βενεζουέλα είναι ένα ακόμα θύμα της καπιταλιστικής κρίσης που χτυπά άγρια πλέον τη Λατινική Αμερική. Χωρίς να υποτιμούμε τη διάσταση του συνειδητού σαμποτάζ (κρύψιμο τροφίμων σε αποθήκες κ.λπ.), η κυβέρνηση φταίει για τους ακριβώς αντίθετους λόγους από αυτούς που επικαλούνται οι νεοφιλελεύθεροι. Γιατί επί 17 χρόνια δεν τόλμησε να επιτεθεί στο κεφάλαιο, και να αναδιοργανώσει την οικονομία ώστε να απεξαρτηθεί και από τα πετρελαϊκά έσοδα και από τις διαθέσεις των «επενδυτών» (που η κυβέρνηση πίστευε ότι θα μπορούσε να προσελκύσει σε μια «πατριωτική» πολιτική). Πέρα από το «πολιτικά συνειδητό» σαμποτάζ, υπάρχει και η αυθόρμητη «εξέγερση του κεφαλαίου» που διατηρεί την εξουσία να επενδύει ή να μην επενδύει. Αυτή η πραγματικότητα δεν αντιστράφηκε ποτέ στη Βενεζουέλα, οδηγώντας στη σημερινή κρίση.
Σε αυτό το φόντο ξεδιπλώνεται η επίθεση της Δεξιάς. Αναθαρρυμένη από την εκλογική της νίκη στις βουλευτικές και κυρίως από το «μομέντουμ» που διαμορφώνεται στην ήπειρο, συγκεντρώνει υπογραφές για την ανάκληση του Μαδούρο. Κατάφερε να συγκεντρώσει σε λίγες μέρες γύρω στα 2,5 εκατομμύρια υπογραφές, πολύ πάνω από το όριο που απαιτούνταν, και περιμένει την έγκριση της Εθνικής Εκλογικής Επιτροπής.
Προς το παρόν, η κυβέρνηση της Βενεζουέλας αμύνεται με «πολεμικά» μέτρα: Μείωση των ημερών εργασίας, περικοπές ρεύματος στις ιδιωτικές εταιρείες και τα υπουργεία για να διασφαλιστεί ρεύμα στις κρίσιμες υποδομές, αύξηση των μισθών κατά 30% για να παρακολουθήσουν τον καλπάζοντα πληθωρισμό. Ενώ στο κρατικό πεδίο διεξάγεται μια μάχη μεταξύ κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας (Δεξιά) και εκτελεστικής εξουσίας (Αριστερά), με τον Μαδούρο να παραπέμπει στο Συνταγματικό Δικαστήριο μια σειρά νομοθετήματα με σκοπό να τα μπλοκάρει.
Αυτή η μάχη είναι που διατηρεί μια σημαντική υποστήριξη στον Μαδούρο. Αλλά αν μείνει στα σπασμωδικά αμυντικά μέτρα δεν θα λύσει το πρόβλημα, όπως έδειξαν και παλιότερες συγκρούσεις. Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση και αυτό το καταλαβαίνουν τμήματα της βάσης του τσαβισμού. Στην πρωτομαγιάτικη διαδήλωση υπέρ της μπολιβαριανής διαδικασίας, η διαδηλώτρια Maria Fernanda Romero δήλωσε: «Ο μόνος τρόπος να πολεμήσουμε σε αυτόν τον οικονομικό πόλεμο είναι να πάρουμε τα εργοστάσια και να βάλουμε να δουλέψουν για το λαό». Για έναν φοιτητή του Κεντρικού Πανεπιστημίου της Βενεζουέλας η εθνικοποίηση δεν αρκεί: «Τα ριζοσπαστικά μέτρα είναι εφικτά μόνο με εργατικό έλεγχο... χρειαζόμαστε νέα συνδικάτα που θα εργάζονται μαζί με τις κοινότητες που ζουν γύρω από τα εργοστάσια».
Είναι ο δρόμος που διεκδικούν οι ριζοσπαστικές φωνές του «μπολιβαριανισμού» εδώ και χρόνια, προειδοποιώντας για την «κόπωση» της διαδικασίας. Δεν θα λύσει όλα τα βαθιά προβλήματα. Αλλά αν η «σπασμωδική άμυνα» αρκεί για να κρατήσει τη βάση στήριξης του τσαβισμού, μια τέτοια πολιτική «επίθεσης» μπορεί να σώσει τη μπολιβαριανή διαδικασία, δίνοντας σήμα μάχης.
Αργεντινή
Η κυβέρνηση Μάκρι είναι η καλύτερη εικόνα των διαθέσεων της λατινοαμερικανικής Δεξιάς: Έχει αποδυθεί, μέσα σε ελάχιστους μήνες στην εξουσία, σε ένα νεοφιλελεύθερο μπλίτσκριγκ: αποκαθιστά σχέσεις με τους γύπες των «αγορών», υποδέχεται την αφρόκρεμα του βρετανικού επιχειρηματικού κόσμου για πρώτη φορά ύστερα από 10 χρόνια, κλείνει συμφωνίες με τον Μπαράκ Ομπάμα, καταργεί φόρους εις βάρος του κεφαλαίου, αυξάνει τιμές σε υπηρεσίες και καύσιμα, απολύει μαζικά δημοσίους υπάλληλους. Το Bloomberg.com δήλωσε σε άρθρο του ευθαρσώς: «Η Wall Street κάνει κουμάντο στην Αργεντινή (ξανά)».
Τα αποτελέσματα της πολιτικής Μάκρι είναι το ίδιο αστραπιαία με την εφαρμογή της. Μέσα σε 3 μήνες διακυβέρνησης 1,4 εκατομμύριο άνθρωποι έπεσαν σε φτώχεια, 350.000 κάτω από το όριο της ακραίας φτώχειας, ενώ 110.000 βρέθηκαν στην ανεργία.
Αλλά η νεοφιλελεύθερη θεραπεία-σοκ αποδεικνύεται και αναποτελεσματική. Οι αισιόδοξες προβλέψεις της κυβέρνησης διαψεύδονται, ο πληθωρισμός φτάνει στο 30%, η οικονομία αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 1,5% με την ανεργία να αυξάνεται. Ακόμα και ο οίκος Moody’s, που αρχικά «χαιρέτισε» τη δεξιά στροφή, τώρα κάνει ζοφερές προβλέψεις για το μέλλον της αργεντινής οικονομίας.
Και τα προβλήματα για τον Μάκρι δεν σταματούν εκεί. Οι επιθέσεις του έχουν προκαλέσει μπαράζ κινητοποιήσεων. Κλαδικές κινητοποιήσεις, όπως η 24ωρη απεργία των τραπεζοϋπαλλήλων ή οι 4 μέχρι τώρα απεργίες των εργαζομένων στον στενό δημόσιο τομέα. Δυναμικές δράσεις, όπως ο αποκλεισμός των κεντρικών δρόμων της Comodoro Rivadavia από 50.000 εργάτες, απεργούς της πετρελαϊκής βιομηχανίας που ενώθηκαν με δασκάλους, οικοδόμους, οδηγούς φορτηγών κ.ά. Πανεθνικές διαδηλώσεις, όπως αυτές που έχουν οργανώσει η GGT (περονική, η μεγαλύτερη συνομοσπονδία της χώρας) από κοινού με τη CTA (η πιο «αριστερή» και ανεξάρτητη εκδοχή συνδικαλισμού) και κατέβασαν δεκάδες χιλιάδες στους δρόμους. Πολιτικές κινητοποιήσεις, όπως η μαζική διαδήλωση της Αριστεράς ενάντια στην επίσκεψη Ομπάμα.
Σ’ αυτό το υπόβαθρο, ο Μάκρι έχει να αντιμετωπίσει και τις κατηγορίες για την εμπλοκή του στα Panama Papers.
Και αυτά συμβαίνουν στο φόντο μιας «θεσμικής δυαδικής εξουσίας», καθώς το περονικό κόμμα διατηρεί την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Με το επίκεντρο των κινητοποιήσεων να είναι οι μαζικές απολύσεις, οι περονικοί ενέκριναν στη Γερουσία νόμο απαγόρευσης των απολύσεων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα μέχρι το Δεκέμβρη του 2017 και με αναδρομική ισχύ από την 1η Μάρτη του 2016, ώστε να ακυρωθούν όλες οι τελευταίες απολύσεις. Ο Μάκρι απειλεί με βέτο τον συγκεκριμένο νόμο.
Το γεγονός ότι ο εκλεκτός της Κίρχνερ, Φερνάντο Σιόλι, ηττήθηκε στις εκλογές επιτρέπει στον περονισμό να παραμένει ισχυρός στο οργανωμένο εργατικό κίνημα, και να εμφανίζεται αμόλυντος από την εφαρμογή ακραίας λιτότητας (την οποία θα εφάρμοζε πιθανά αν κέρδιζε τις εκλογές). Προς το παρόν, η αντιπολιτευτική του στάση διευκολύνει και την κινητοποίηση των συνδικάτων. Ωστόσο μένει ανοιχτό το ποια πτέρυγα του περονισμού (υπάρχει και πιο «δεξιά» εκδοχή) θα επικρατήσει και πόσο μακριά θα πάνε τη σύγκρουση οι «κιρχνερικοί».
Σ’ αυτό το τοπίο καλείται να παρέμβει η αντικαπιταλιστική Αριστερά, κυρίως το ισχυρό FIT (μέτωπο τροτσκιστικών οργανώσεων που έχει αποκτήσει σοβαρές ρίζες), αλλά και δυνάμεις έξω από αυτό, για να οικοδομήσουν μια ισχυρή δύναμη που θα ανταγωνιστεί την κυριαρχία του περονισμού.
Όπως και να έχει, ο Μάκρι φιλοδοξεί να επαναλάβει το νεοφιλελεύθερο σοκ που οργάνωσε τη δεκαετία του ’90 ο Κάρλος Μενέμ, αλλά με κρίσιμη διαφορά πως τώρα συναντά μαζική αντίσταση από την πρώτη στιγμή και υπάρχει ένα δίκτυο αγωνιστών έτοιμο να σηκώσει το γάντι...
Βραζιλία
Η εισήγηση της Επιτροπής της Γερουσίας προς την Ολομέλεια του σώματος είναι να αποδεχτεί τις κατηγορίες κατά της Ντίλμα Ρούσεφ και να την αποπέμψει. Oι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι η αντιπολίτευση θα κερδίσει την πλειοψηφία και θα μπει τέλος στην πολυετή κυριαρχία του PT.
Ύστερα από αποπομπή της Ντίλμα, την προεδρία αναλαμβάνει ο Μισέλ Τεμέρ, στέλεχος του δεξιού PMDB, αντιπρόεδρος της Ντίλμα που στράφηκε εναντίον της, μαζί με το κόμμα του, που απέσυρε την κοινοβουλευτική του στήριξη στην κυβέρνηση. Ο Τεμέρ φιλοδοξεί να ηγηθεί ενός πλατιού συνασπισμού «εθνικής ενότητας», που θα «βγάλει τη Βραζιλία από την κρίση» με άγριο νεοφιλελευθερισμό και με μια συμφωνία που θα περιορίζει τις συνέπειες των σκανδάλων μόνο στην ηγεσία του PT.
Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Την Πέμπτη 5 Μάη, το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε την απομάκρυνση του Εντουάρντο Κούνια, για παρεμπόδιση των ερευνών για σοβαρά σκάνδαλα διαφθοράς που βαραίνουν τον ίδιο. Ο Κούνια είναι ο βασικός ενορχηστρωτής των διαδικασιών αποπομπής της Ρούσεφ στην Κάτω Βουλή, και θεωρούνταν ο κρίσιμος άνθρωπος στη συγκρότηση μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που θα στηρίζει τον Τεμέρ. Η αποπομπή του έχει τεράστια σημασία για το τι μπορεί να ακολουθήσει. Είναι πολύ πιθανό να μην έχουμε ένα «βελούδινο πραξικόπημα», αλλά μια άγρια πολιτική κρίση.
Η Jimena Blanco, επικεφαλής του τμήματος Αμερικής για τη Verisk Maplecroft, εταιρεία που προσφέρει «επιχειρηματικές συμβουλές», δεν δείχνει να συμμερίζεται την ευφορία της βραζιλιάνικης Δεξιάς που πιστεύει ότι καθαρίζει την Ντίλμα και επιστρέφει στα πράγματα:
«Όποιος βλέπει την πιθανή αποπομπή της Ντίλμα ως το τέλος της πολιτικής κρίσης είναι στην καλύτερη περίπτωση παραπληροφορημένος... Είναι μια διαδικασία που θα συνεχιστεί, κι αυτό μπορεί να σημαίνει πολιτική ρευστότητα για όλο το υπόλοιπο 2016, ίσως και το 2017». Αυτό που δεν παραγνωρίζει η Μπλάνκο είναι ότι τα 2/3 της Κάτω Βουλής και η μισή Γερουσία εμπλέκονται στα σκάνδαλα.
Στην κρίση των σκανδάλων πρέπει να προστεθούν και άλλοι παράγοντες. Η πλειοψηφία των Βραζιλιάνων αποδοκιμάζει δημοσκοπικά την Ντίλμα με συντριπτικά νούμερα, αλλά ταυτόχρονα δεν θέλει (με εξίσου μεγάλα νούμερα, 80%) τον Τεμέρ.
Επιπλέον, οι κοινωνικές οργανώσεις που συνδέονται λιγότερο ή περισσότερο με το PT, όπως η συνδικαλιστική συνομοσπονδία CUT και το κίνημα ακτημόνων MST, που έχουν συγκροτήσει το Βραζιλιάνικο Λαϊκό Μέτωπο, δηλώνουν πως δεν θα αναγνωρίσουν την όποια κυβέρνηση προκύψει αν πέσει η Ντίλμα.
Αλλά στο μονοπάτι του πολέμου ενάντια σε όποια νέα κυβέρνηση βαδίζουν και πολιτικές οργανώσεις και κινήματα που δεν στηρίζουν την Ντίλμα και οργανώνουν ανεξάρτητες από την κυβέρνηση κινητοποιήσεις σήμερα (όπως τα μαχητικά συνδικάτα Conlutas και άλλες κοινωνικές οργανώσεις που γεννήθηκαν στο αντικυβερνητικό κίνημα του 2013).
Οι διαφορές αποτυπώνονται στα συνθήματα των κινητοποιήσεων: Από το φιλοκυβερνητικό «Ντίλμα μείνε» στο ενδιάμεσο «Δεν θα γίνει πραξικόπημα», μέχρι το ταυτόχρονα αντικυβερνητικό και αντιδεξιό «Να φύγουν όλοι».
Ύστερα από ενδεχόμενη αποπομπή της Ντίλμα, και ιδιαίτερα αν η νέα κυβέρνηση δώσει δείγματα γραφής, πολλοί είναι αυτοί που ενδεχομένως να κατέβουν στους δρόμους, ακόμα και όσοι σήμερα δεν διαδηλώνουν γιατί δεν στηρίζουν τη Δεξιά αλλά δεν βρίσκουν και λόγους να υπερασπιστούν το PT. Αλλά οι διαφορές θα παραμείνουν. Ήδη φιλο-PT μερίδες του κινήματος συνδέουν την προοπτική «ενότητας στην πάλη κατά της Δεξιάς» με το στόχο της επιστροφής του Λούλα. Δεν έχουν αντιληφθεί ή δεν θέλουν να παραδεχτούν αυτό που γράφει ο Μασκάρο Κερίδο, συγγραφέας και ακτιβιστής από το Σάο Πάουλο, και το οποίο είναι στο επίκεντρο της σημερινής κρίσης: «Το PT δεν μπορεί να είναι πλέον ούτε ο “φρουρός” της αστικής ομαλότητας, ενώ ταυτόχρονα δεν μπορεί να είναι πλέον o εκφραστής των αγώνων του εργατικού κινήματος». Με αυτήν την επίγνωση, οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς επιχειρούν να συγκροτήσουν έναν «τρίτο πόλο» μέσα στις άγριες μάχες που έρχονται.
Βενεζουέλα
Στο επίκεντρο της κρίσης στη Βενεζουέλα έχει βρεθεί η έλλειψη ηλεκτρισμού. Πέρα από τις υστερίες των διεθνών ΜΜΕ για «αποτυχία του σοσιαλισμού», η χώρα στηριζόταν κυρίως στον υδροηλεκτρισμό, πέρασε μακροχρόνια ξηρασία και αυτό δημιούργησε τεράστια προβλήματα στα μεγάλα υδροηλεκτρικά φράγματα της χώρας.
Αλλά η κρίση ρεύματος προστίθεται σε μια συνολικότερα δύσκολη συγκυρία που έχει στη βάση της την κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου. Καθώς τα πετρελαϊκά έσοδα ήταν βασικά στη χρηματοδότηση όλων των εισαγωγών και όλων των υπηρεσιών, οι ελλείψεις αγαθών και τα προβλήματα στην οικονομία έχουν οξυνθεί τους τελευταίους μήνες.
Για τους νεοφιλελεύθερους φταίει η κυβέρνηση Μαδούρο. Για τους υποστηρικτές της κυβέρνησης φταίει το «οικονομικό σαμποτάζ της Δεξιάς». Το ζήτημα είναι πως η Βενεζουέλα είναι ένα ακόμα θύμα της καπιταλιστικής κρίσης που χτυπά άγρια πλέον τη Λατινική Αμερική. Χωρίς να υποτιμούμε τη διάσταση του συνειδητού σαμποτάζ (κρύψιμο τροφίμων σε αποθήκες κ.λπ.), η κυβέρνηση φταίει για τους ακριβώς αντίθετους λόγους από αυτούς που επικαλούνται οι νεοφιλελεύθεροι. Γιατί επί 17 χρόνια δεν τόλμησε να επιτεθεί στο κεφάλαιο, και να αναδιοργανώσει την οικονομία ώστε να απεξαρτηθεί και από τα πετρελαϊκά έσοδα και από τις διαθέσεις των «επενδυτών» (που η κυβέρνηση πίστευε ότι θα μπορούσε να προσελκύσει σε μια «πατριωτική» πολιτική). Πέρα από το «πολιτικά συνειδητό» σαμποτάζ, υπάρχει και η αυθόρμητη «εξέγερση του κεφαλαίου» που διατηρεί την εξουσία να επενδύει ή να μην επενδύει. Αυτή η πραγματικότητα δεν αντιστράφηκε ποτέ στη Βενεζουέλα, οδηγώντας στη σημερινή κρίση.
Σε αυτό το φόντο ξεδιπλώνεται η επίθεση της Δεξιάς. Αναθαρρυμένη από την εκλογική της νίκη στις βουλευτικές και κυρίως από το «μομέντουμ» που διαμορφώνεται στην ήπειρο, συγκεντρώνει υπογραφές για την ανάκληση του Μαδούρο. Κατάφερε να συγκεντρώσει σε λίγες μέρες γύρω στα 2,5 εκατομμύρια υπογραφές, πολύ πάνω από το όριο που απαιτούνταν, και περιμένει την έγκριση της Εθνικής Εκλογικής Επιτροπής.
Προς το παρόν, η κυβέρνηση της Βενεζουέλας αμύνεται με «πολεμικά» μέτρα: Μείωση των ημερών εργασίας, περικοπές ρεύματος στις ιδιωτικές εταιρείες και τα υπουργεία για να διασφαλιστεί ρεύμα στις κρίσιμες υποδομές, αύξηση των μισθών κατά 30% για να παρακολουθήσουν τον καλπάζοντα πληθωρισμό. Ενώ στο κρατικό πεδίο διεξάγεται μια μάχη μεταξύ κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας (Δεξιά) και εκτελεστικής εξουσίας (Αριστερά), με τον Μαδούρο να παραπέμπει στο Συνταγματικό Δικαστήριο μια σειρά νομοθετήματα με σκοπό να τα μπλοκάρει.
Αυτή η μάχη είναι που διατηρεί μια σημαντική υποστήριξη στον Μαδούρο. Αλλά αν μείνει στα σπασμωδικά αμυντικά μέτρα δεν θα λύσει το πρόβλημα, όπως έδειξαν και παλιότερες συγκρούσεις. Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση και αυτό το καταλαβαίνουν τμήματα της βάσης του τσαβισμού. Στην πρωτομαγιάτικη διαδήλωση υπέρ της μπολιβαριανής διαδικασίας, η διαδηλώτρια Maria Fernanda Romero δήλωσε: «Ο μόνος τρόπος να πολεμήσουμε σε αυτόν τον οικονομικό πόλεμο είναι να πάρουμε τα εργοστάσια και να βάλουμε να δουλέψουν για το λαό». Για έναν φοιτητή του Κεντρικού Πανεπιστημίου της Βενεζουέλας η εθνικοποίηση δεν αρκεί: «Τα ριζοσπαστικά μέτρα είναι εφικτά μόνο με εργατικό έλεγχο... χρειαζόμαστε νέα συνδικάτα που θα εργάζονται μαζί με τις κοινότητες που ζουν γύρω από τα εργοστάσια».
Είναι ο δρόμος που διεκδικούν οι ριζοσπαστικές φωνές του «μπολιβαριανισμού» εδώ και χρόνια, προειδοποιώντας για την «κόπωση» της διαδικασίας. Δεν θα λύσει όλα τα βαθιά προβλήματα. Αλλά αν η «σπασμωδική άμυνα» αρκεί για να κρατήσει τη βάση στήριξης του τσαβισμού, μια τέτοια πολιτική «επίθεσης» μπορεί να σώσει τη μπολιβαριανή διαδικασία, δίνοντας σήμα μάχης.