Του ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗ*
Η ιδρυτική διάσκεψη της ΛΑΕ πραγματοποιείται σε μια περίοδο εξαιρετικά δύσκολη για τη χώρα. Το εγχείρημα είναι δύσκολο και πρωτόγνωρο για τα ελληνικά και ευρωπαϊκά δεδομένα, αφού πολιτικές συλλογικότητες και ανένταχτοι με κοινά χαρακτηριστικά, αλλά και υπαρκτές διαφορές θα επιχειρήσουν να συγκροτήσουν ένα μετωπικό φορέα με μόνιμα χαρακτηριστικά και όχι μια εκλογική συμμαχία. Αυτό γίνεται σε μια πολιτική συγκυρία δυσμενή για τις αριστερές δυνάμεις. Η ΛΑΕ σε μια εποχή που συστηματικά αμαυρώνεται η ηθική, οι αξίες, οι ιδέες, η τιμή και η ειλικρίνεια της αριστεράς πρέπεινα πείσει ότι όχι μόνον είναι μια μαχόμενη συνεπής αντιμνημονιακή δύναμη, αλλά ότι είναι σύγχρονη και ριζοσπαστική, έτοιμη να αναλάβει τις ιστορικές της ευθύνες. Το τελικό αποτέλεσμα της συνδιάσκεψης αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το μέτωπο πρέπει να βγει ενισχυμένο, με ξεκάθαρες θέσεις για όλα τα διεθνή και τοπικά ζητήματα που θα οδηγήσουν στην εκπόνηση ενός ρεαλιστικού προγράμματος με το οποίο θα διεκδικήσει όχι απλώς την είσοδο του στη Βουλή, αλλά μελλοντικά και την κυβερνητική εξουσία. Είναι ανάγκη, επομένως, να προβληθούν αναλογικά όλα τα χαρακτηριστικά της: το ταξικό, το αντικαπιταλιστικό, το διεθνιστικό, το πατριωτικό κλπ.
Ειδικά η τελευταία διάσταση έχει πολύ μεγάλη βαρύτητα και νομίζω ότι απαιτείται να τονιστεί ξεχωριστά εξαιτίας και της γεωγραφικής θέσης που έχει η χώρα. Η ΛΑΕ δεν μπορεί παρά να είναι ένα γνήσιο πατριωτικό μέτωπο. Τόσο οι ιστορικές της καταβολές (ΕΑΜ) όσο και το αλυσοδέσιμο της χώρας το επιβάλλουν. Χρειάζεται, όμως, προσοχή για να μη διολισθήσει προς τον εθνικισμό, αλλά και προς εκείνον το διεθνισμό, τον πολύ θεωρητικό και γεμάτο αυταπάτες. Η εξάρτηση και η υποτέλεια συνεχίζονται με εντονότερο ρυθμό και νέα μορφή. Στο παρόν υπάρχει η αναγκαιότητα ενός ευρύτερου μετώπου κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων το οποίο θα απαλλάξει τη χώρα από τις κάθε είδους εξαρτήσεις (μνημονιακές και μη) και θα την οδηγήσει στο δρόμο της εθνικής ανεξαρτησίας, όχι σε μια κατεύθυνση απομονωτισμού, αλλά σε μια πορεία ασφαλή με πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και ανάπτυξη ισότιμων σχέσεων με άλλα κράτη. Ένα μέτωπο που, αν απαιτηθεί, θα υπερασπιστεί με αποφασιστικότητα την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας και θα ακυρώσει τα όποια ιμπεριαλιστικά σχέδια που θα βάλουν τη χώρα σε πολεμικές περιπέτειες. Από τέτοια η γειτονιά μας, τα Βαλκάνια, έχει αρνητικές εμπειρίες, γι αυτό και η ΛΑΕ πρέπει να διατυπώσει με σαφήνεια πατριωτικό λόγο για όλα τα υπάρχοντα προβλήματα με τα γειτονικά κράτη και όχι αυτό που θα προκύψει να αποτελεί το μέσο όρο των απόψεων των διαφόρων συλλογικοτήτων που τη συγκροτούν.
Πρώτα-πρώτα για το Κυπριακό δεν αρκεί η θέση ότι «στηρίζουμε μια δίκαιη, ειρηνική και βιώσιμη λύση χωρίς δυνάμεις κατοχής». Θεωρώ πως πρέπει να τονιστεί ότι αποτελεί διεθνές πρόβλημα και να επισημανθεί ότι πρόκειται για εισβολή και κατοχή του 40% περίπου του εδάφους ενός ανεξάρτητου κράτους μέλους του ΟΗΕ και της Ε.Ε. Σε σχέση με την Τουρκία αποτελεί επιδίωξη η πολιτική φιλίας, δεν υπάρχουν, ωστόσο, διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες, αλλά απαιτήσεις από την τουρκική εθνικιστική πολιτική, οι οποίες βρίσκονται έξω από όσα ορίζει το διεθνές, αλλά και το δίκαιο τηςθάλασσας. Στο πλαίσιο αυτό η οριοθέτηση ΑΟΖ αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα της χώρας μας. Όσα προβλέπονται από τις διεθνείς συνθήκες για τους Έλληνες μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης, είναι απολύτως σεβαστά, αλλά δε θα επιτραπεί να μετατραπεί η μειονότητα σε όχημα για εδαφικές ή άλλεςβλέψεις της Τουρκίας στην περιοχή. Τέλος για το Σκοπιανό, το σοβαρότερο κατά την εκτίμηση μου θέμα που έχει προκύψει μετά το Κυπριακό, πρέπει με σαφήνεια να διατυπωθεί ότι όχι μόνον δεν υπάρχει μακεδονική μειονότητα, αλλά δε γίνεται δεκτή ονομασία κράτους ως Μακεδονία. Συζητείται μόνον ο γεωγραφικός προσδιορισμός.
Είναι προφανές ότι οι παραπάνω άξονες απουσιάζουν από το κείμενο των θέσεων της συνδιάσκεψης. Θεωρώ, εντούτοις, ότι ένα μέτωπο στις παρούσες συνθήκες πρέπει επιτακτικά να προβάλλει και αυτήν τη διάσταση. Η νέα λαϊκή και κοινωνική πλειοψηφία, η οποία θα δώσει τη μάχη για την ανασυγκρότηση της χώρας, για την ανάταση της κοινωνίας και θα τη συγκρουστεί με την ευρωζώνη, είναι ανάγκη να τολμήσει. Τα ανοίγματα σε άλλους χώρους για να διερευνήσει την πιθανότητα συνεργασιών είναι απαραίτητα. Απαιτείται, αναμφισβήτητα, μια φωνή ειλικρίνειας, που δε θα φοβηθεί να πει την αλήθεια στον ελληνικό λαό, αλλά πρώτα απ'όλα ο τόπος χρειάζεται μια γνήσια πατριωτική φωνή που θα εμπνεύσει, θα απελευθερώσει και θα οδηγήσει τη χώρα σε αλλαγή σελίδας.
*Εκπαιδευτικός στο 6ο Λύκειο Καλαμάτας
Η ιδρυτική διάσκεψη της ΛΑΕ πραγματοποιείται σε μια περίοδο εξαιρετικά δύσκολη για τη χώρα. Το εγχείρημα είναι δύσκολο και πρωτόγνωρο για τα ελληνικά και ευρωπαϊκά δεδομένα, αφού πολιτικές συλλογικότητες και ανένταχτοι με κοινά χαρακτηριστικά, αλλά και υπαρκτές διαφορές θα επιχειρήσουν να συγκροτήσουν ένα μετωπικό φορέα με μόνιμα χαρακτηριστικά και όχι μια εκλογική συμμαχία. Αυτό γίνεται σε μια πολιτική συγκυρία δυσμενή για τις αριστερές δυνάμεις. Η ΛΑΕ σε μια εποχή που συστηματικά αμαυρώνεται η ηθική, οι αξίες, οι ιδέες, η τιμή και η ειλικρίνεια της αριστεράς πρέπεινα πείσει ότι όχι μόνον είναι μια μαχόμενη συνεπής αντιμνημονιακή δύναμη, αλλά ότι είναι σύγχρονη και ριζοσπαστική, έτοιμη να αναλάβει τις ιστορικές της ευθύνες. Το τελικό αποτέλεσμα της συνδιάσκεψης αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το μέτωπο πρέπει να βγει ενισχυμένο, με ξεκάθαρες θέσεις για όλα τα διεθνή και τοπικά ζητήματα που θα οδηγήσουν στην εκπόνηση ενός ρεαλιστικού προγράμματος με το οποίο θα διεκδικήσει όχι απλώς την είσοδο του στη Βουλή, αλλά μελλοντικά και την κυβερνητική εξουσία. Είναι ανάγκη, επομένως, να προβληθούν αναλογικά όλα τα χαρακτηριστικά της: το ταξικό, το αντικαπιταλιστικό, το διεθνιστικό, το πατριωτικό κλπ.
Ειδικά η τελευταία διάσταση έχει πολύ μεγάλη βαρύτητα και νομίζω ότι απαιτείται να τονιστεί ξεχωριστά εξαιτίας και της γεωγραφικής θέσης που έχει η χώρα. Η ΛΑΕ δεν μπορεί παρά να είναι ένα γνήσιο πατριωτικό μέτωπο. Τόσο οι ιστορικές της καταβολές (ΕΑΜ) όσο και το αλυσοδέσιμο της χώρας το επιβάλλουν. Χρειάζεται, όμως, προσοχή για να μη διολισθήσει προς τον εθνικισμό, αλλά και προς εκείνον το διεθνισμό, τον πολύ θεωρητικό και γεμάτο αυταπάτες. Η εξάρτηση και η υποτέλεια συνεχίζονται με εντονότερο ρυθμό και νέα μορφή. Στο παρόν υπάρχει η αναγκαιότητα ενός ευρύτερου μετώπου κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων το οποίο θα απαλλάξει τη χώρα από τις κάθε είδους εξαρτήσεις (μνημονιακές και μη) και θα την οδηγήσει στο δρόμο της εθνικής ανεξαρτησίας, όχι σε μια κατεύθυνση απομονωτισμού, αλλά σε μια πορεία ασφαλή με πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και ανάπτυξη ισότιμων σχέσεων με άλλα κράτη. Ένα μέτωπο που, αν απαιτηθεί, θα υπερασπιστεί με αποφασιστικότητα την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας και θα ακυρώσει τα όποια ιμπεριαλιστικά σχέδια που θα βάλουν τη χώρα σε πολεμικές περιπέτειες. Από τέτοια η γειτονιά μας, τα Βαλκάνια, έχει αρνητικές εμπειρίες, γι αυτό και η ΛΑΕ πρέπει να διατυπώσει με σαφήνεια πατριωτικό λόγο για όλα τα υπάρχοντα προβλήματα με τα γειτονικά κράτη και όχι αυτό που θα προκύψει να αποτελεί το μέσο όρο των απόψεων των διαφόρων συλλογικοτήτων που τη συγκροτούν.
Πρώτα-πρώτα για το Κυπριακό δεν αρκεί η θέση ότι «στηρίζουμε μια δίκαιη, ειρηνική και βιώσιμη λύση χωρίς δυνάμεις κατοχής». Θεωρώ πως πρέπει να τονιστεί ότι αποτελεί διεθνές πρόβλημα και να επισημανθεί ότι πρόκειται για εισβολή και κατοχή του 40% περίπου του εδάφους ενός ανεξάρτητου κράτους μέλους του ΟΗΕ και της Ε.Ε. Σε σχέση με την Τουρκία αποτελεί επιδίωξη η πολιτική φιλίας, δεν υπάρχουν, ωστόσο, διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες, αλλά απαιτήσεις από την τουρκική εθνικιστική πολιτική, οι οποίες βρίσκονται έξω από όσα ορίζει το διεθνές, αλλά και το δίκαιο τηςθάλασσας. Στο πλαίσιο αυτό η οριοθέτηση ΑΟΖ αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα της χώρας μας. Όσα προβλέπονται από τις διεθνείς συνθήκες για τους Έλληνες μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης, είναι απολύτως σεβαστά, αλλά δε θα επιτραπεί να μετατραπεί η μειονότητα σε όχημα για εδαφικές ή άλλεςβλέψεις της Τουρκίας στην περιοχή. Τέλος για το Σκοπιανό, το σοβαρότερο κατά την εκτίμηση μου θέμα που έχει προκύψει μετά το Κυπριακό, πρέπει με σαφήνεια να διατυπωθεί ότι όχι μόνον δεν υπάρχει μακεδονική μειονότητα, αλλά δε γίνεται δεκτή ονομασία κράτους ως Μακεδονία. Συζητείται μόνον ο γεωγραφικός προσδιορισμός.
Είναι προφανές ότι οι παραπάνω άξονες απουσιάζουν από το κείμενο των θέσεων της συνδιάσκεψης. Θεωρώ, εντούτοις, ότι ένα μέτωπο στις παρούσες συνθήκες πρέπει επιτακτικά να προβάλλει και αυτήν τη διάσταση. Η νέα λαϊκή και κοινωνική πλειοψηφία, η οποία θα δώσει τη μάχη για την ανασυγκρότηση της χώρας, για την ανάταση της κοινωνίας και θα τη συγκρουστεί με την ευρωζώνη, είναι ανάγκη να τολμήσει. Τα ανοίγματα σε άλλους χώρους για να διερευνήσει την πιθανότητα συνεργασιών είναι απαραίτητα. Απαιτείται, αναμφισβήτητα, μια φωνή ειλικρίνειας, που δε θα φοβηθεί να πει την αλήθεια στον ελληνικό λαό, αλλά πρώτα απ'όλα ο τόπος χρειάζεται μια γνήσια πατριωτική φωνή που θα εμπνεύσει, θα απελευθερώσει και θα οδηγήσει τη χώρα σε αλλαγή σελίδας.
*Εκπαιδευτικός στο 6ο Λύκειο Καλαμάτας