Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου*
Πριν από ένα χρόνο το πολιτικό Ισλάμ μεσουρανούσε στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Έχοντας κατατροπώσει τους αντιπάλους του για τρίτη φορά, με το εντυπωσιακό ποσοστό του 50% και με τους στρατιωτικούς να έχουν -επιτέλους!- περιοριστεί στους στρατώνες τους, ο Ταγίπ Ερντογάν ήταν απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού στην Τουρκία και η «μουσουλμανο-δημοκρατική» κυβέρνηση του εκθειαζόταν από την Ουάσιγκτον ως παράδειγμα προς μίμηση για τον αραβικό κόσμο.
Στις δύο χώρες που πυροδότησαν την «αραβική άνοιξη», Τυνησία και Αίγυπτο, τα μετριοπαθή κόμματα του πολιτικού Ισλάμ που προέρχονταν από την παράδοση των Αδελφών Μουσουλμάνων -το «Ενάχντα» («Αναγέννηση») και το Κόμμα Ελευθερίας και Δικαιοσύνης αντίστοιχα- επικράτησαν στις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές και ανέλαβαν την εξουσία. Στη Συρία, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι εμφανίζονταν ως ηγεμονική δύναμη μιας αντιπολίτευσης που
πίστευε ότι το καθεστώς Άσαντ μετρούσε εβδομάδες και στη γειτονική Ιορδανία το ενδυναμωμένο «Μέτωπο Ισλαμικής Δράσης», πολύ κοντά στην παλαιστινιακή Χαμάς, πίστευε ότι σύντομα θα ερχόταν και η δική του σειρά.
Ένα χρόνο αργότερα, το άστρο του πολιτικού Ισλάμ εμφανίζεται σε καθοδική τροχιά, έχοντας χάσει μεγάλο μέρος από την αρχική του λάμψη. Στη χώρα-οδηγό του αραβικού κόσμου, την Αίγυπτο, ο Μόρσι ανετράπη από στρατιωτικό πραξικόπημα με ευρεία λαϊκή στήριξη, ύστερα από ένα τσουνάμι γιγαντιαίων διαδηλώσεων, που ξεπέρασαν σε όγκο και εκείνες εναντίον του τυραννικού καθεστώτος Μουμπάρακ.
Στη Συρία, ο Άσαντ πέρασε στην αντεπίθεση, εκμεταλλευόμενος την αποστροφή που προκάλεσαν σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού οι φανατικοί ισλαμιστές, οι οποίοι επέβαλαν τη Σαρία (ισλαμικός νόμος) στην πιο σκοταδιστική εκδοχή της στις περιοχές που κατέλαβαν και διέπραξαν τις πιο βάρβαρες φρικαλεότητες σε βάρος στρατιωτών και αμάχων.
Ακόμη και στην Τουρκία, το πιο πετυχημένο πρότυπο του «μετριοπαθούς Ισλάμ» στο σουνιτικό μουσουλμανικό κόσμο κλονίστηκε με το πρόσφατο κύμα των διαδηλώσεων, που ανέδειξε τις σκοτεινές απολυταρχικές όψεις της κυβέρνησης Ερντογάν. Αλλά και στο σιιτικό Ιράν, η νίκη του Χασάν Ρουχανι στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές αποτέλεσε σύμπτωμα αστάθειας και ισχυρής εσωτερικής αμφισβήτησης του θεοκρατικού καθεστώτος.
Ασφαλώς θα ήταν πρόωρο να εικάσουμε ότι έχει ήδη αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για το πολιτικό Ισλάμ, ένα ρεύμα με βαθιές ρίζες στην ιστορία και στους κοινωνικούς σχηματισμούς της Μέσης Ανατολής. Στην Αίγυπτο, παρά την αρχική «επιτυχία» του πραξικοπήματος, η κατάσταση παράμενε, εξαιρετικά ασταθής, όπως έδειξε και η νέα πυράκτωση, μετά τη σφαγή τουλάχιστον πενήντα ενός οπαδών των Αδελφών Μουσουλμάνων από το στρατό στην περιοχή του Καΐρου Νάσερ Σίτι, τα χαράματα της Δευτέρας.
Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει γιά την Τουρκία, όπου το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ δεν έχει για την ώρα, πολιτικό αντίπαλο, έτσι που οποιαδήποτε εναλλακτική λύση έναντι του Ερντογάν να μπορεί να αναζητηθεί μόνο από το εσωτερικό του ίδιου του κόμματος.
Γεγονός παραμένει ότι το πολιτικό Ισλάμ αφού συσσώρευσε μεγάλο πολιτικό και ηθικό κύρος στις δεκαετίες που βρισκόταν υπο διωγμόν από τα κοσμικά – απολυταρχικά καθεστώτα της στρατοκρατίας, κινδυνεύει να απαξιωθεί τώρα ασκώντας εξουσία, για την οποία στις περισσότερες των περιπτώσει, ήταν εντελώς ανέτοιμο.
«Γαλαξίας» ρευμάτων
Αυτό που περιγράφεται στη Δύση αδιακρίτως ως «ισλαμισμός» αποτελεί έναν ολόκληρο
γαλαξία πολύ διαφορετικών ρευμάτων, που εκτείνονται από τη μουσουλμανική «Κεντροδεξιά» τύπου ΑΚΡ και «Ενάχντα» μέχρι τους σκληροπυρηνικούς «σαλαφιστές» και τις ένοπλες οργανώσεις που εμπνέονται από την Κάιντα.
Η ιστορική μήτρα του σουνιτικου Ισλάμ, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, ιδρύθηκε 1928 στο Κάιρο από τον Χασάν Αλ Μπάνα ως άρνηση του εισαγόμενου από την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία «εκσυγχρονισμού», με στρατηγικό στόχο την επανίδρυση του «χαλιφάτου», που θα πετύχαινε την επανένωση ολόκληρου του μουσουλμανικού κόσμου.
Αν και αρχικά υποστήριξαν το Κίνημα των Ελεύθερων Αξιωματικών του Γκαμάλ Αμντέλ Νάσερ, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι γρήγορα ήρθαν σε ρήξη με το νέο κοσμικό καθεστώς, καταγγέλλοντας το για αθεϊσμό και κρυπτοσοσιαλιστική ατζέντα. Ο σπουδαιότερος θεωρητικός των Αδελφών Μουσουλμάνων, Σαγέντ Κοτμπ, απαγχονίστηκε το 1966, ύστερα από απόπειρα πραξικοπήματος των ισλαμιστών εναντίον του Νάσερ.
Οι Βρετανοί αρχικά, οι Αμερικανοί και οι Ισραηλινοί στη συνέχεια ευνόησαν, σε κάποιες φάσεις, την ανάπτυξη των ισλαμιστών για να αποδυναμώσουν τα αραβικά κοσμικά κινήματα -όπως του Νάσερ στην Αίγυπτο, του Μπααθ στη Συρία και της PLO στην Παλαιστίνη- που συμμαχούσαν κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου με τη Σοβιετική ‘Ενωση και τη Λαϊκή Κίνα.
Αλλά και τα απολυταρχικά καθεστώτα στον αραβικό κόσμο -ή και στην Τουρκία επί χούντας Εβρέν- ανέχονταν έως ένα βαθμό το πολιτικό Ισλάμ ως μισονόμιμη – μισοπαράνομη αντιπολίτευση, την ίδια ώρα που τσάκιζαν διά πυρός και σιδήρου την Αριστερά και τα ριζοσπαστικά συνδικάτα. Γιατί αυτό που ένωνε όλες τις τάσεις του ισλαμισμού ήταν η εχθρότητα τους σε κάθε προοπτική λαϊκής δημοκρατικής επανάστασης.
Οι πιο μετριοπαθείς τάσεις επένδυαν στα δίκτυα ισλαμικής φιλανθρωπίας και αλληλεγγύης και, όποτε είχαν τη δυνατότητα, στις εκλογικές αναμετρήσεις, ενώ οι πιο ριζοσπαστικές ωθούνταν προς την τρομοκρατία, προσβλέποντας κάποια μέρα σε ένα πετυχημένο πραξικόπημα. Ακόμη κι όταν ξέσπασε η «αραβική άνοιξη», πρώτα στην Τυνησία και ύστερα στην Αίγυπτο, οι ισλαμιστές κράτησαν επιφυλακτική στάση, αφήνοντας τους πρώτους ρόλους στους αριστερούς ακτιβιστές και στην επαναστατική νεολαία, για να κατέβουν στις διαδηλώσεις μόνο όταν έγινε φανερό ότι είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση του Μπεν Άλι και του Μπουμπάρακ.
Εξεγέρσεις και εξουσία
Υπερτερώντας σε οργανωτική ισχύ, οικονομικούς πόρους και πανεθνική δικτύωση των αντιπάλων τους, οι ισλαμιστές κατάφεραν να έρθουν στην εξουσία σε Αίγυπτο και Τυνησία μετά από μεγαλειώδεις λαϊκές εξεγέρσεις, τις οποίες ούτε προκάλεσαν ούτε καθοδήγησαν.
Ωστόσο, αυτή η πρώτη νίκη τους ήταν εξαιρετικά ασταθής.
Στην Τουρκία, το ΑΚΡ του Ερντογάν είχε την τύχη να έρθει στα πράγματα μετά την τρομερή οικονομική κρίση του 2001, που απαξίωσε ολόκληρο το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα και το βαθύ κράτος των κεμαλιστών, και να κυβερνήσει τη χώρα σε μία δεκαετία οικονομικής άνθησης, σε συνθήκες κοινωνικής νηνεμίας.
Αντίθετα, στην Αίγυπτο και την Τυνησία οι ισλαμιστές ανέλαβαν την κυβέρνηση σε συνθήκες οικονομικής αποδιοργάνωσης, μαζικής ανεργίας, κατάρρευσης κάθε έννοιας δημόσιας ασφάλειας, με τον κόσμο στους δρόμους -με δυο λόγια, βρέθηκαν στην κορυφή ενεργών κοινωνικών ηφαιστείων.
Ακολουθώντας μια κατά βάση νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική, στάθηκαν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν τις τεράστιες κοινωνικές προκλήσεις, ενώ η συμμαχία τους με τους σκληροπυρηνικούς σαλαφιστές, στην περίπτωση της Αιγύπτου, προκάλεσαν δικαιολογημένους φόβους στα κοσμικά μεσαία στρώματα περί έρποντος εξισλαμισμού του κράτους και της κοινωνίας.
Σε αυτό το φόντο, μπορεί να εξηγήσει κανείς την εμφυλιοπολεμική κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Αίγυπτο και τη μαζική υποστήριξη που βρήκε σε πρώτη φάση το πραξικόπημα του στρατού, το οποίο, όπως αποκάλυψαν οι New York Times, είχε το «πράσινο φως» και την ενεργό σύμπραξη των ΗΠΑ.
Πρόκειται, ωστόσο, για παιχνίδι πολύ υψηλού πολιτικού ρίσκου, καθώς η βίαιη καταστολή των Αδελφών Μουσουλμάνων είναι πιθανό να οδηγήσει τμήματα τους σε ακραία ριζοσπαστικοποίηση, ίσως και στον ένοπλο αγώνα. Το προηγούμενο της Αλγερίας είναι άκρως ανησυχητικό: η πραξικοπηματική ακύρωση των εκλογών, τις οποίες κέρδιζαν οι μετριοπαθείς ισλαμιστές το Δεκέμβριο του 1991, οδήγησε σ’ έναν οκταετή εμφύλιο πόλεμο, που κόστισε τη ζωή τουλάχιστον εκατό χιλιάδων ανθρώπων. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ο σημερινός αρχηγός και βασικός θεωρητικός της Αλ Κάιντα, Αϊμάν Αλ Ζαουάχρι, είναι Αιγύπτιος.
Όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα στην Αίγυπτο, το πραξικόπημα των στρατηγών είναι βέβαιο ότι θα επηρεάζει καταλυτικά τις εξελίξεις στο πολιτικό Ισλάμ της ευρύτερης περιοχής για δεκαετίες. Ας ελπίσουμε ότι οι μαθητευόμενοι μάγοι της Δύσης δεν θα δημιουργήσουν και πάλι, σαν άλλοι Φρανκενστάιν, ένα τέρας απίθανων διαστάσεων.
*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Επίκαιρα” 11/7/2013