Σπύρος Σκαμνέλος
Καμία έκπληξη δεν προκαλεί βέβαια το ότι, με την εφαρμογή των πολιτικών του 3ου Μνημονίου, ανοίγει ήδη ένας νέος κύκλος κοινωνικών αντιδράσεων, με κύρια –αλλά όχι μοναδική– αιχμή σε αυτή τη φάση το ασφαλιστικό και το φορολογικό.
Καμία έκπληξη δε θα ’πρεπε να προκαλεί επίσης ότι αυτός ο νέος κύκλος φαίνεται να έχει τα δικά του διακριτά χαρακτηριστικά, τόσο σε σχέση με την περίοδο 2010-2012 (περίοδο κινηματικής έξαρσης, με συγκεχυμένα όμως πολιτικά χαρακτηριστικά), όσο και σε σχέση
με την περίοδο 2012-2015 (περίοδο σχετικής κινηματικής ύφεσης και εναπόθεσης των προσδοκιών στο κεντρικό πολιτικό πεδίο και, συγκεκριμένα, στην προοπτική διακυβέρνησης του ΣυΡιζΑ).
Τα ειδοποιά χαρακτηριστικά του νέου κύκλου, όπως αρχίζουν ήδη να διαγράφονται, οφείλουν να μας απασχολήσουν σοβαρά, αν θέλουμε η παρέμβασή μας να μην εξαντλείται σ’ έναν τυφλό πρακτικισμό και αδιέξοδο κινηματισμό από τη μια μεριά και στην άκριτη αποδοχή αιτημάτων των κινητοποιούμενων κοινωνικών ομάδων από την άλλη. Το πρώτο πράγμα που οφείλουμε να λάβουμε υπόψη είναι ότι οι επαγγελματικές ομάδες, που μπήκαν πρώτες στη μάχη για το ασφαλιστικό (αγρότες, δικηγόροι, μηχανικοί κ.α.) χαρακτηρίζονται από βαθύτατες διαιρέσεις στο εσωτερικό τους. Είναι άλλο πράγμα από κοινωνική/ταξική άποψη π.χ. ο μεγαλοαγρότης –στην πραγματικότητα επιχειρηματίας του πρωτογενούς τομέα– και άλλο, τελείως διαφορετικό πράγμα η μεγάλη μάζα των μικρομεσαίων αγροτών. Το ίδιο ισχύει λίγο-πολύ και στην περίπτωση των δικηγόρων, των μηχανικών κλπ.
Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, για την Αριστερά προκύπτει το άμεσο πολιτικό καθήκον ν’ αντιπαλέψει την προσπάθεια των «πατρικίων» του κάθε κλάδου να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα ως γενικά συμφέροντα του κλάδου και να επιβάλλουν τη δική τους ρητορική και αισθητική στις κινητοποιήσεις. Δεν είναι τυχαία η –εμφανιζόμενη ως «αυθόρμητη»– τάση των αγροτικών κινητοποιήσεων να υιοθετούν μια ρητορική και μια αισθητική, που παραπέμπει έντονα στην πάνω Πλατεία του 2011. Πρόκειται για την ιδεολογική αποτύπωση των πραγματικών υλικών σχέσεων και εξαρτήσεων που έχουν διαμορφωθεί στον αγροτικό κόσμο, ήδη πριν από τα χρόνια της κρίσης, αλλά πολύ εντονότερα κατά τη διάρκειά της. Καθόλου τυχαία δεν είναι επίσης η –και πάλι εμφανιζόμενη ως «αυθόρμητη»– τάση για υιοθέτηση της ρητορικής και της αισθητικής των «Μένουμε Ευρώπη» στην περίπτωση των δικηγόρων (και όχι μόνο). Πρόκειται ξανά για την ιδεολογική αποτύπωση της πραγματικής κυριαρχίας των πατρικίων του δικηγορικού σώματος σε υλικό επίπεδο, από την οποία απορρέει και η δυνατότητά τους να εμφανίζουν προς τα έξω τη δική τους άποψη και αντίληψη ως γενική άποψη και αντίληψη του κλάδου.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, γίνεται φανερό ότι τα πολιτικά καθήκοντα της Αριστεράς δεν εξαντλούνται στην αυτονόητη διαθεσιμότητά για συμμετοχή στις όποιες κινητοποιήσεις. Τα άμεσα πολιτικά καθήκοντα αυτή τη στιγμή επικεντρώνονται (α) στην προσπάθεια χειραφέτησης και αυτοτελούς έκφρασης των μικρομεσαίων αγροτών από τη μια και του επιστημονικού προλεταριάτου της εξαρτημένης εργασίας ή/και της επισφάλειας από την άλλη, (β) στην ανάδειξη των προνομιακών για την παρέμβαση της Αριστεράς πεδίων όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, οι πλειστηριασμοί κλπ, και (γ) στην ανάγκη να βγει μπροστά ο κόσμος της μισθωτής εργασίας, της ανεργίας, της άτυπης απασχόλησης, της επισφάλειας, ο μόνος κόσμος που μπορεί να δώσει στις κινητοποιήσεις τη μαζικότητα και τα πολιτικά χαρακτηριστικά που θέλουμε.
Από την άποψη αυτή, η απεργία της 4ης Φεβρουαρίου συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις να λειτουργήσει ως σημείο καμπής, όχι μόνο για τη μαζικότητα (που αυτή πρέπει να θεωρείται πλέον δεδομένη), όσο και για τον χαρακτήρα των κινητοποιήσεων. Άλλωστε, αν θέλουμε να είμαστε ακριβοδίκαιοι, και στην περίπτωση της μισθωτής εργασίας ισχύουν, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, τα όσα αναφέραμε για τις κοινωνικές ομάδες που μπήκαν πρώτες στο χορό του νέου κύκλου κινητοποιήσεων. Ποιος δε βλέπει, φερ’ ειπείν, τις διαφορετικές ταχύτητες στο εσωτερικό της μισθωτής εργασίας (δημόσιος/ιδιωτικός τομέας, μόνιμοι/συμβασιούχοι κλπ) και ποιος μπορεί να τρέφει αυταπάτες για το ρόλο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας; Και, στο κάτω-κάτω, δεν ήταν μονάχα ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών που τάχτηκε με το «Ναι» στο δημοψήφισμα. Και η ΓΣΕΕ την ίδια θέση πήρε. Από τη στιγμή όμως που βγαίνουν οι μεγάλες μάζες στο προσκήνιο, μικρή σημασία έχει πλέον τι ρόλο και τι θέση έχει η ΓΣΕΕ, ή οποιοσδήποτε άλλος.
It’s the implementation, stupid
Μια επιπλέον παράμετρος, που εξηγεί κάποια από τα χαρακτηριστικά των μέχρι τώρα κινητοποιήσεων, σχετίζεται με το γεγονός ότι στο ρόλο του μείζονος κυβερνητικού εταίρου βρίσκεται ένα κόμμα που, όσα διαπιστευτήρια κι αν δώσει στο αστικό μπλοκ εξουσίας, πολύ δύσκολα θα θεωρηθεί ως αξιόπιστη επιλογή σε βάθος χρόνου. Παρά την πλήρη και οριστική προσχώρησή του στο δόγμα της ΤΙΝΑ, ο μεταλλαγμένος πλέον ΣυΡιζΑ παραμένει ένα εξαιρετικά αντιφατικό μόρφωμα, τόσο από την άποψη της ιστορικότητάς του, όσο και από την άποψη των κοινωνικών στρωμάτων που αποτέλεσαν τον κύριο όγκο της εκλογικής του βάσης.
Από την άποψη αυτή, η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.Δ. εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την αναζήτηση του αστικού μπλοκ εξουσίας και των κοινωνικών του ερεισμάτων για πιο αξιόπιστες, πιο συμβατές με την κυρίαρχη ιδεολογία κυβερνητικές λύσεις στο μέλλον. Από την πλευρά του αστικού μπλοκ εξουσίας, εντός και εκτός συνόρων, η ανάθεση της εφαρμογής του νεοφιλελεύθερου προγράμματος σε ένα κόμμα όπως ο ΣυΡιζΑ φαντάζει ως λύση εξαιρετικά άβολη, ως λύση ανάγκης. Ο Αλέξης Τσίπρας έχει μία δουλειά να φέρει εις πέρας. Μόλις την ολοκληρώσει –πολλώ δε μάλλον στην περίπτωση που δεν καταφέρει να την ολοκληρώσει, πράγμα καθόλου απίθανο– θα μπει κι αυτός στη λίστα των αναλώσιμων πρωθυπουργών, που έπεσαν θύματα στο βωμό της υλοποίησης μνημονιακών πολιτικών. Και, ακριβώς επειδή η Κυβέρνηση Τσίπρα υπήρξε εξ αρχής μια λύση εξαιρετικά άβολη, ενδέχεται να πέσει με πολύ μεγαλύτερο πάταγο απ’ ό,τι οι προηγούμενες. Πρόκειται για μια Κυβέρνηση, της οποίας η μεταπήδηση στο μνημονιακό μπλοκ είχε σα συνέπεια την αποδόμηση των ίδιων των κοινωνικών της ερεισμάτων, γεγονός που την επιβαρύνει με έναν επιπλέον παράγοντα αστάθειας.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις κάθε άλλο παρά προεξοφλούν ότι η χώρα οδηγείται νομοτελειακά σε πρόωρες εκλογές. Με την παρούσα σύνθεση της Βουλής, οι καθεστωτικές δυνάμεις έχουν πλέον στη διάθεσή τους απεριόριστες κοινοβουλευτικές εφεδρείες και, αν χρειαστεί, είναι σε θέση να δοκιμάσουν έναν πρακτικά ανεξάντλητο συνδυασμό κυβερνητικών λύσεων, φτάνοντας κάποια στιγμή μέχρι και σε σενάρια Οικουμενικής, «Κυβέρνησης τεχνοκρατών» κλπ. Επιπλέον, στην παρούσα φάση τουλάχιστον, το ενδεχόμενο διαφοροποιήσεων στο εσωτερικό της Κ.Ο. του ΣυΡιζΑ θα πρέπει να θεωρείται εξαιρετικά απίθανο, ενώ μόνο τυχαία δε μπορεί να θεωρηθεί η αναφορά του Π. Κουρουμπλή ότι, μέχρι και τον Ιούλιο του 2016, τυχόν πρόωρες εκλογές θα διεξαχθούν ξανά με λίστα. Με λίγα λόγια, όσο κι αν το αστικό μπλοκ εξουσίας, υπό κανονικές συνθήκες, θα προτιμούσε μια διαφορετική κυβέρνηση, αντιλαμβάνεται ωστόσο τη μη κανονικότητα των συνθηκών και δίνει περίοδο ανοχής στην κυβέρνηση Τσίπρα, μη παραλείποντας ωστόσο να της θυμίζει σε κάθε ευκαιρία ότι η εφαρμογή των συμφωνηθέντων είναι αδιαπραγμάτευτη. (Το περιβόητο “It’s the implementation, stupid!”, δια στόματος Σόιμπλε).
Αυτό ακριβώς είναι και το πεδίο όπου θα δοθεί η πολιτική μάχη του επόμενου διαστήματος: Η εφαρμογή των συμφωνηθέντων. Απέναντι στην αδιαλλαξία του αστικού μπλοκ για αταλάντευτη εφαρμογή των μέτρων του 3ου Μνημονίου, οφείλουμε να αντιτάξουμε την εξίσου αταλάντευτη αδιαλλαξία της «από δω» μεριάς, της μεριάς των «από κάτω». Με κάθε πρόσφορο μέσο. Από τις μαζικές κινητοποιήσεις και τις απεργίες (π.χ. για το ασφαλιστικό) μέχρι τους δυναμικούς ακτιβισμούς (π.χ. για τους πλειστηριασμούς) και μέχρι την παθητική αντίσταση και την πολιτική ανυπακοή (π.χ. στάση πληρωμών), ο στόχος οφείλει να είναι ένας: Να μην εφαρμοστούν τα μέτρα, να μπλοκαριστεί η εφαρμογή αυτής της πολιτικής.
Αναπόσπαστο συστατικό αυτής της αδιαλλαξίας των «από κάτω», οφείλει να είναι η ξεκάθαρη απάντηση στις γνωστές και μονίμως ανακυκλούμενες απειλές ότι «Αν δεν υλοποιήσουμε τα συμφωνηθέντα, δε θα πάρουμε τη δόση του Μαρτίου (θα μας διώξουν από το ευρώ, την Ε.Ε., τη Συνθήκη Σένγκεν κλπ)» , στις οποίες πανικόβλητη καταφεύγει πλέον και η Κυβέρνηση Τσίπρα. Και η απάντηση δε παρά να είναι ότι ο δικός μας μονόδρομος, οι δικές μας «κόκκινες γραμμές» είναι η μη υλοποίηση των συμφωνηθέντων. Τα υπόλοιπα (η δόση του Μαρτίου, το ευρώ, η Ε.Ε., η Συνθήκη Σένγκεν) απλούστατα δε μας αφορούν. Δεν τη θέλουμε τη δόση του Μαρτίου, όπως δε θέλουμε το ευρώ, την Ε.Ε., τη Συνθήκη Σένγκεν. Ξέρουμε πολύ καλά τι σημαίνει το ευρώ, η Ε.Ε., η Συνθήκη Σένγκεν. Με άλλα λόγια: Ευχαριστούμε, δε θα πάρουμε!
Στο –κάθε άλλο παρά αθώο– ερώτημα αν επιδιώκουμε να πέσει η κυβέρνηση, η απάντησή μας θα πρέπει να είναι απλή και ξεκάθαρη: «Δε μας απασχολεί καθόλου η τύχη της Κυβέρνησης! Η Κυβέρνηση όπως έστρωσε θα κοιμηθεί! Το μόνο που μας απασχολεί είναι να μην περάσουν τα μέτρα, να μην εφαρμοστεί το Μνημόνιο».
Στο ερώτημα αν προτιμούμε Αλέξη Τσίπρα ή Κυριάκο Μητσοτάκη, η απάντηση είναι ότι προτιμούμε μία Κυβέρνηση που δε θα μπορέσει να υλοποιήσει τα συμφωνηθέντα. Ούτε Τσίπρας λοιπόν, ούτε Μητσοτάκης, ούτε «ίσες αποστάσεις», ούτε η λογική του «μικρότερου κακού». Θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο (πρώτα απ’ όλα σε μας τους ίδιους) ότι το ζήτημα αυτή την στιγμή δεν τίθεται με όρους κυβέρνησης. Η πτώση της κυβέρνησης ούτε στόχος μπορεί να είναι, ούτε όμως και φόβητρο. Το πολύ-πολύ να αποτελέσει παράπλευρη συνέπεια της πάλης να μην υλοποιηθούν οι πολιτικές του Μνημονίου, μια συνέπεια που θα μας αφήσει παγερά αδιάφορους και θα την αξιολογήσουμε μόνο με γνώμονα το κατά πόσο συμβάλει στην επίτευξη του στόχου.
Κυβέρνηση της (πραγματικής) Αριστεράς;
Μέσα από αυτό το πρίσμα θα πρέπει να εξετάσουμε και το εάν εξακολουθεί να έχει νόημα η αναφορά σε μια «κυβέρνηση της (πραγματικής) Αριστεράς». Το θέμα εδώ δεν είναι μόνο ότι η εμπειρία του ΣυΡιζΑ μαγάρισε την ίδια την έννοια της Αριστεράς. Αν ήταν έτσι, θα μπορούσαμε εύκολα να παρακάμψουμε το πρόβλημα, αποφεύγοντας απλώς τη λέξη «Αριστερά». Το θέμα είναι ότι δε μπορούμε για μία ακόμη φορά να λειτουργούμε πρωθύστερα, επικεντρώνοντας ξανά την αντιπαράθεση στο θέατρο σκιών της πολιτικής αντιπροσώπευσης μέσω της εκλογικής διαδικασίας. Όσο κι αν αληθεύει ότι δεν πρέπει να χάνουμε από το οπτικό μας πεδίο το ζήτημα της εξουσίας (μέρος της οποίας αποτελεί ασφαλώς και η κυβέρνηση), ο στόχος στην παρούσα φάση είναι να μπλοκαριστεί η περιβόητη implementation, που είναι άλλωστε και η μοναδική απαίτηση του αστικού μπλοκ εξουσίας.
Για να τεθεί ξανά ως ρεαλιστικός στόχος το σύνθημα για «κυβέρνηση της (πραγματικής) Αριστεράς», ως απαραίτητη προϋπόθεση τίθεται σε πρώτη φάση να μπλοκαριστεί η εφαρμογή των συμφωνηθέντων και σε δεύτερη φάση η κυβέρνηση –η όποια κυβέρνηση!– να πέσει από το κίνημα και να πέσει προς τα αριστερά, από έναν λαό που είναι σε θέση να πάρει τις τύχες του στα δικά του χέρια. Και θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι, για ν’ αρχίσουν να υλοποιούνται αυτές οι προϋποθέσεις, έχουμε μπροστά μας δρόμο πολύ και δύσβατο. Αν όμως κάτι μας έμαθε η εμπειρία του ΣυΡιζΑ είναι ότι δεν υπάρχει τρόπος να κόψουμε δρόμο. Αυτός είναι ο δρόμος, αυτόν θα βαδίσουμε.
rproject
Καμία έκπληξη δεν προκαλεί βέβαια το ότι, με την εφαρμογή των πολιτικών του 3ου Μνημονίου, ανοίγει ήδη ένας νέος κύκλος κοινωνικών αντιδράσεων, με κύρια –αλλά όχι μοναδική– αιχμή σε αυτή τη φάση το ασφαλιστικό και το φορολογικό.
Καμία έκπληξη δε θα ’πρεπε να προκαλεί επίσης ότι αυτός ο νέος κύκλος φαίνεται να έχει τα δικά του διακριτά χαρακτηριστικά, τόσο σε σχέση με την περίοδο 2010-2012 (περίοδο κινηματικής έξαρσης, με συγκεχυμένα όμως πολιτικά χαρακτηριστικά), όσο και σε σχέση
με την περίοδο 2012-2015 (περίοδο σχετικής κινηματικής ύφεσης και εναπόθεσης των προσδοκιών στο κεντρικό πολιτικό πεδίο και, συγκεκριμένα, στην προοπτική διακυβέρνησης του ΣυΡιζΑ).
Τα ειδοποιά χαρακτηριστικά του νέου κύκλου, όπως αρχίζουν ήδη να διαγράφονται, οφείλουν να μας απασχολήσουν σοβαρά, αν θέλουμε η παρέμβασή μας να μην εξαντλείται σ’ έναν τυφλό πρακτικισμό και αδιέξοδο κινηματισμό από τη μια μεριά και στην άκριτη αποδοχή αιτημάτων των κινητοποιούμενων κοινωνικών ομάδων από την άλλη. Το πρώτο πράγμα που οφείλουμε να λάβουμε υπόψη είναι ότι οι επαγγελματικές ομάδες, που μπήκαν πρώτες στη μάχη για το ασφαλιστικό (αγρότες, δικηγόροι, μηχανικοί κ.α.) χαρακτηρίζονται από βαθύτατες διαιρέσεις στο εσωτερικό τους. Είναι άλλο πράγμα από κοινωνική/ταξική άποψη π.χ. ο μεγαλοαγρότης –στην πραγματικότητα επιχειρηματίας του πρωτογενούς τομέα– και άλλο, τελείως διαφορετικό πράγμα η μεγάλη μάζα των μικρομεσαίων αγροτών. Το ίδιο ισχύει λίγο-πολύ και στην περίπτωση των δικηγόρων, των μηχανικών κλπ.
Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, για την Αριστερά προκύπτει το άμεσο πολιτικό καθήκον ν’ αντιπαλέψει την προσπάθεια των «πατρικίων» του κάθε κλάδου να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα ως γενικά συμφέροντα του κλάδου και να επιβάλλουν τη δική τους ρητορική και αισθητική στις κινητοποιήσεις. Δεν είναι τυχαία η –εμφανιζόμενη ως «αυθόρμητη»– τάση των αγροτικών κινητοποιήσεων να υιοθετούν μια ρητορική και μια αισθητική, που παραπέμπει έντονα στην πάνω Πλατεία του 2011. Πρόκειται για την ιδεολογική αποτύπωση των πραγματικών υλικών σχέσεων και εξαρτήσεων που έχουν διαμορφωθεί στον αγροτικό κόσμο, ήδη πριν από τα χρόνια της κρίσης, αλλά πολύ εντονότερα κατά τη διάρκειά της. Καθόλου τυχαία δεν είναι επίσης η –και πάλι εμφανιζόμενη ως «αυθόρμητη»– τάση για υιοθέτηση της ρητορικής και της αισθητικής των «Μένουμε Ευρώπη» στην περίπτωση των δικηγόρων (και όχι μόνο). Πρόκειται ξανά για την ιδεολογική αποτύπωση της πραγματικής κυριαρχίας των πατρικίων του δικηγορικού σώματος σε υλικό επίπεδο, από την οποία απορρέει και η δυνατότητά τους να εμφανίζουν προς τα έξω τη δική τους άποψη και αντίληψη ως γενική άποψη και αντίληψη του κλάδου.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, γίνεται φανερό ότι τα πολιτικά καθήκοντα της Αριστεράς δεν εξαντλούνται στην αυτονόητη διαθεσιμότητά για συμμετοχή στις όποιες κινητοποιήσεις. Τα άμεσα πολιτικά καθήκοντα αυτή τη στιγμή επικεντρώνονται (α) στην προσπάθεια χειραφέτησης και αυτοτελούς έκφρασης των μικρομεσαίων αγροτών από τη μια και του επιστημονικού προλεταριάτου της εξαρτημένης εργασίας ή/και της επισφάλειας από την άλλη, (β) στην ανάδειξη των προνομιακών για την παρέμβαση της Αριστεράς πεδίων όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, οι πλειστηριασμοί κλπ, και (γ) στην ανάγκη να βγει μπροστά ο κόσμος της μισθωτής εργασίας, της ανεργίας, της άτυπης απασχόλησης, της επισφάλειας, ο μόνος κόσμος που μπορεί να δώσει στις κινητοποιήσεις τη μαζικότητα και τα πολιτικά χαρακτηριστικά που θέλουμε.
Από την άποψη αυτή, η απεργία της 4ης Φεβρουαρίου συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις να λειτουργήσει ως σημείο καμπής, όχι μόνο για τη μαζικότητα (που αυτή πρέπει να θεωρείται πλέον δεδομένη), όσο και για τον χαρακτήρα των κινητοποιήσεων. Άλλωστε, αν θέλουμε να είμαστε ακριβοδίκαιοι, και στην περίπτωση της μισθωτής εργασίας ισχύουν, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, τα όσα αναφέραμε για τις κοινωνικές ομάδες που μπήκαν πρώτες στο χορό του νέου κύκλου κινητοποιήσεων. Ποιος δε βλέπει, φερ’ ειπείν, τις διαφορετικές ταχύτητες στο εσωτερικό της μισθωτής εργασίας (δημόσιος/ιδιωτικός τομέας, μόνιμοι/συμβασιούχοι κλπ) και ποιος μπορεί να τρέφει αυταπάτες για το ρόλο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας; Και, στο κάτω-κάτω, δεν ήταν μονάχα ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών που τάχτηκε με το «Ναι» στο δημοψήφισμα. Και η ΓΣΕΕ την ίδια θέση πήρε. Από τη στιγμή όμως που βγαίνουν οι μεγάλες μάζες στο προσκήνιο, μικρή σημασία έχει πλέον τι ρόλο και τι θέση έχει η ΓΣΕΕ, ή οποιοσδήποτε άλλος.
It’s the implementation, stupid
Μια επιπλέον παράμετρος, που εξηγεί κάποια από τα χαρακτηριστικά των μέχρι τώρα κινητοποιήσεων, σχετίζεται με το γεγονός ότι στο ρόλο του μείζονος κυβερνητικού εταίρου βρίσκεται ένα κόμμα που, όσα διαπιστευτήρια κι αν δώσει στο αστικό μπλοκ εξουσίας, πολύ δύσκολα θα θεωρηθεί ως αξιόπιστη επιλογή σε βάθος χρόνου. Παρά την πλήρη και οριστική προσχώρησή του στο δόγμα της ΤΙΝΑ, ο μεταλλαγμένος πλέον ΣυΡιζΑ παραμένει ένα εξαιρετικά αντιφατικό μόρφωμα, τόσο από την άποψη της ιστορικότητάς του, όσο και από την άποψη των κοινωνικών στρωμάτων που αποτέλεσαν τον κύριο όγκο της εκλογικής του βάσης.
Από την άποψη αυτή, η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.Δ. εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την αναζήτηση του αστικού μπλοκ εξουσίας και των κοινωνικών του ερεισμάτων για πιο αξιόπιστες, πιο συμβατές με την κυρίαρχη ιδεολογία κυβερνητικές λύσεις στο μέλλον. Από την πλευρά του αστικού μπλοκ εξουσίας, εντός και εκτός συνόρων, η ανάθεση της εφαρμογής του νεοφιλελεύθερου προγράμματος σε ένα κόμμα όπως ο ΣυΡιζΑ φαντάζει ως λύση εξαιρετικά άβολη, ως λύση ανάγκης. Ο Αλέξης Τσίπρας έχει μία δουλειά να φέρει εις πέρας. Μόλις την ολοκληρώσει –πολλώ δε μάλλον στην περίπτωση που δεν καταφέρει να την ολοκληρώσει, πράγμα καθόλου απίθανο– θα μπει κι αυτός στη λίστα των αναλώσιμων πρωθυπουργών, που έπεσαν θύματα στο βωμό της υλοποίησης μνημονιακών πολιτικών. Και, ακριβώς επειδή η Κυβέρνηση Τσίπρα υπήρξε εξ αρχής μια λύση εξαιρετικά άβολη, ενδέχεται να πέσει με πολύ μεγαλύτερο πάταγο απ’ ό,τι οι προηγούμενες. Πρόκειται για μια Κυβέρνηση, της οποίας η μεταπήδηση στο μνημονιακό μπλοκ είχε σα συνέπεια την αποδόμηση των ίδιων των κοινωνικών της ερεισμάτων, γεγονός που την επιβαρύνει με έναν επιπλέον παράγοντα αστάθειας.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις κάθε άλλο παρά προεξοφλούν ότι η χώρα οδηγείται νομοτελειακά σε πρόωρες εκλογές. Με την παρούσα σύνθεση της Βουλής, οι καθεστωτικές δυνάμεις έχουν πλέον στη διάθεσή τους απεριόριστες κοινοβουλευτικές εφεδρείες και, αν χρειαστεί, είναι σε θέση να δοκιμάσουν έναν πρακτικά ανεξάντλητο συνδυασμό κυβερνητικών λύσεων, φτάνοντας κάποια στιγμή μέχρι και σε σενάρια Οικουμενικής, «Κυβέρνησης τεχνοκρατών» κλπ. Επιπλέον, στην παρούσα φάση τουλάχιστον, το ενδεχόμενο διαφοροποιήσεων στο εσωτερικό της Κ.Ο. του ΣυΡιζΑ θα πρέπει να θεωρείται εξαιρετικά απίθανο, ενώ μόνο τυχαία δε μπορεί να θεωρηθεί η αναφορά του Π. Κουρουμπλή ότι, μέχρι και τον Ιούλιο του 2016, τυχόν πρόωρες εκλογές θα διεξαχθούν ξανά με λίστα. Με λίγα λόγια, όσο κι αν το αστικό μπλοκ εξουσίας, υπό κανονικές συνθήκες, θα προτιμούσε μια διαφορετική κυβέρνηση, αντιλαμβάνεται ωστόσο τη μη κανονικότητα των συνθηκών και δίνει περίοδο ανοχής στην κυβέρνηση Τσίπρα, μη παραλείποντας ωστόσο να της θυμίζει σε κάθε ευκαιρία ότι η εφαρμογή των συμφωνηθέντων είναι αδιαπραγμάτευτη. (Το περιβόητο “It’s the implementation, stupid!”, δια στόματος Σόιμπλε).
Αυτό ακριβώς είναι και το πεδίο όπου θα δοθεί η πολιτική μάχη του επόμενου διαστήματος: Η εφαρμογή των συμφωνηθέντων. Απέναντι στην αδιαλλαξία του αστικού μπλοκ για αταλάντευτη εφαρμογή των μέτρων του 3ου Μνημονίου, οφείλουμε να αντιτάξουμε την εξίσου αταλάντευτη αδιαλλαξία της «από δω» μεριάς, της μεριάς των «από κάτω». Με κάθε πρόσφορο μέσο. Από τις μαζικές κινητοποιήσεις και τις απεργίες (π.χ. για το ασφαλιστικό) μέχρι τους δυναμικούς ακτιβισμούς (π.χ. για τους πλειστηριασμούς) και μέχρι την παθητική αντίσταση και την πολιτική ανυπακοή (π.χ. στάση πληρωμών), ο στόχος οφείλει να είναι ένας: Να μην εφαρμοστούν τα μέτρα, να μπλοκαριστεί η εφαρμογή αυτής της πολιτικής.
Αναπόσπαστο συστατικό αυτής της αδιαλλαξίας των «από κάτω», οφείλει να είναι η ξεκάθαρη απάντηση στις γνωστές και μονίμως ανακυκλούμενες απειλές ότι «Αν δεν υλοποιήσουμε τα συμφωνηθέντα, δε θα πάρουμε τη δόση του Μαρτίου (θα μας διώξουν από το ευρώ, την Ε.Ε., τη Συνθήκη Σένγκεν κλπ)» , στις οποίες πανικόβλητη καταφεύγει πλέον και η Κυβέρνηση Τσίπρα. Και η απάντηση δε παρά να είναι ότι ο δικός μας μονόδρομος, οι δικές μας «κόκκινες γραμμές» είναι η μη υλοποίηση των συμφωνηθέντων. Τα υπόλοιπα (η δόση του Μαρτίου, το ευρώ, η Ε.Ε., η Συνθήκη Σένγκεν) απλούστατα δε μας αφορούν. Δεν τη θέλουμε τη δόση του Μαρτίου, όπως δε θέλουμε το ευρώ, την Ε.Ε., τη Συνθήκη Σένγκεν. Ξέρουμε πολύ καλά τι σημαίνει το ευρώ, η Ε.Ε., η Συνθήκη Σένγκεν. Με άλλα λόγια: Ευχαριστούμε, δε θα πάρουμε!
Στο –κάθε άλλο παρά αθώο– ερώτημα αν επιδιώκουμε να πέσει η κυβέρνηση, η απάντησή μας θα πρέπει να είναι απλή και ξεκάθαρη: «Δε μας απασχολεί καθόλου η τύχη της Κυβέρνησης! Η Κυβέρνηση όπως έστρωσε θα κοιμηθεί! Το μόνο που μας απασχολεί είναι να μην περάσουν τα μέτρα, να μην εφαρμοστεί το Μνημόνιο».
Στο ερώτημα αν προτιμούμε Αλέξη Τσίπρα ή Κυριάκο Μητσοτάκη, η απάντηση είναι ότι προτιμούμε μία Κυβέρνηση που δε θα μπορέσει να υλοποιήσει τα συμφωνηθέντα. Ούτε Τσίπρας λοιπόν, ούτε Μητσοτάκης, ούτε «ίσες αποστάσεις», ούτε η λογική του «μικρότερου κακού». Θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο (πρώτα απ’ όλα σε μας τους ίδιους) ότι το ζήτημα αυτή την στιγμή δεν τίθεται με όρους κυβέρνησης. Η πτώση της κυβέρνησης ούτε στόχος μπορεί να είναι, ούτε όμως και φόβητρο. Το πολύ-πολύ να αποτελέσει παράπλευρη συνέπεια της πάλης να μην υλοποιηθούν οι πολιτικές του Μνημονίου, μια συνέπεια που θα μας αφήσει παγερά αδιάφορους και θα την αξιολογήσουμε μόνο με γνώμονα το κατά πόσο συμβάλει στην επίτευξη του στόχου.
Κυβέρνηση της (πραγματικής) Αριστεράς;
Μέσα από αυτό το πρίσμα θα πρέπει να εξετάσουμε και το εάν εξακολουθεί να έχει νόημα η αναφορά σε μια «κυβέρνηση της (πραγματικής) Αριστεράς». Το θέμα εδώ δεν είναι μόνο ότι η εμπειρία του ΣυΡιζΑ μαγάρισε την ίδια την έννοια της Αριστεράς. Αν ήταν έτσι, θα μπορούσαμε εύκολα να παρακάμψουμε το πρόβλημα, αποφεύγοντας απλώς τη λέξη «Αριστερά». Το θέμα είναι ότι δε μπορούμε για μία ακόμη φορά να λειτουργούμε πρωθύστερα, επικεντρώνοντας ξανά την αντιπαράθεση στο θέατρο σκιών της πολιτικής αντιπροσώπευσης μέσω της εκλογικής διαδικασίας. Όσο κι αν αληθεύει ότι δεν πρέπει να χάνουμε από το οπτικό μας πεδίο το ζήτημα της εξουσίας (μέρος της οποίας αποτελεί ασφαλώς και η κυβέρνηση), ο στόχος στην παρούσα φάση είναι να μπλοκαριστεί η περιβόητη implementation, που είναι άλλωστε και η μοναδική απαίτηση του αστικού μπλοκ εξουσίας.
Για να τεθεί ξανά ως ρεαλιστικός στόχος το σύνθημα για «κυβέρνηση της (πραγματικής) Αριστεράς», ως απαραίτητη προϋπόθεση τίθεται σε πρώτη φάση να μπλοκαριστεί η εφαρμογή των συμφωνηθέντων και σε δεύτερη φάση η κυβέρνηση –η όποια κυβέρνηση!– να πέσει από το κίνημα και να πέσει προς τα αριστερά, από έναν λαό που είναι σε θέση να πάρει τις τύχες του στα δικά του χέρια. Και θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι, για ν’ αρχίσουν να υλοποιούνται αυτές οι προϋποθέσεις, έχουμε μπροστά μας δρόμο πολύ και δύσβατο. Αν όμως κάτι μας έμαθε η εμπειρία του ΣυΡιζΑ είναι ότι δεν υπάρχει τρόπος να κόψουμε δρόμο. Αυτός είναι ο δρόμος, αυτόν θα βαδίσουμε.
rproject